Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ο ΠΟΛΙΟΥΧΟΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΣΤΟ ΕΞΩΚΛΗΣΙ ΣΤΟ ΚΑΛΟΓΕΡΙΚΟ ΟΡΟΣ


Περπατώντας στο διάσελο μεταξύ Καλογερικού και Προφήτη Ηλία στην ευρύτερη ορεινή περιοχή πίσω από τα Βασιλικά συναντάμε το όμορφο εξωκλήσι του Αγίου Δημητρίου. Βλέποντας το εξωκλήσι αλλά και γνωρίζοντας ότι πολιούχος της πόλης στην οποία ζούμε αλλά και σας γνωρίζουμε τις ορεινές περιοχές και την ύπαιθρο γύρω από αυτήν σκεφθήκαμε να σας κάνουμε μία μικρή ανάρτηση με την πλούσια βιογραφία του Αγίου ο οποίος είναι προστάτης της Θεσσαλονίκης, του Αγίου Δημητρίου.
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Ο Άγιος Δημήτριος (280 - 306) είναι άγιος της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και πολιούχος της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τα αγιολογικά κείμενα, ο Δημήτριος έζησε και μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη επί Διοκλητιανού. Ο Δημήτριος ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας στη Θεσσαλονίκη. Σύντομα ανελίχθηκε στις βαθμίδες του Ρωμαϊκού στρατού με αποτέλεσμα σε ηλικία 22 ετών να φέρει το βαθμό του χιλιάρχου. 

Ως αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού κάτω από τη διοίκηση του Τετράρχη (και έπειτα αυτοκράτορα) Γαλερίου Μαξιμιανού, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός, έγινε χριστιανός και φυλακίστηκε στην Θεσσαλονίκη το 303 μ.Χ., διότι αγνόησε το διάταγμα του αυτοκράτορα Διοκλητιανού «περί αρνήσεως του χριστιανισμού». Μάλιστα λίγο νωρίτερα είχε ιδρύσει κύκλο νέων προς μελέτη της Αγίας Γραφής. Λόγω προβλημάτων της αγιολογικής παράδοσης, για τις απαρχές και την προέλευση της λατρείας του έχουν διατυπωθεί από το 19ο αιώνα διάφορες θεωρίες, επικρατέστερη των οποίων μεταξύ των μελετητών είναι ότι δεν υπήρξε Δημήτριος που μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη, αλλά η λατρεία του προέρχεται από το Σίρμιο της Παννονίας. Σημαντικό κέντρο της λατρείας του είναι η Θεσσαλονίκη, όπου τιμάται από την πρωτοχριστιανική περίοδο και έχει ανεγερθεί βασιλική προς τιμήν του. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους τιμώταν ως θαυματουργός προστάτης της πόλης από εχθρούς πολιορκητές της και κατά την εορτή του πραγματοποιούνταν θρησκευτική και εμπορική πανήγυρις, τα Δημήτρια, που αναβίωσαν τη δεκαετία του 1960 ως πολιτιστική διοργάνωση. Είναι ένας από τους λαοφιλέστερους αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που εορτάζει τη μνήμη του στις 26 Οκτωβρίου.

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Σύμφωνα με την αγιολογική παράδοση, ο Άγιος Δημήτριος μαρτύρησε επί Διοκλητιανού όταν με την παρακίνηση του Γαλέριου, μέλους της Τετραρχίας, έλαβε χώρα ο πιο σκληρός διωγμός των Χριστιανών στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Στρατιώτες του Γαλέριου συνέλαβαν τον «μακαριότατο Δημήτριο εκ γένους των περιδόξων» με την κατηγορία ότι συμμετείχε ενεργά στις χριστιανικές συγκεντρώσεις. Ανώνυμος Συναξαριστής πληροφορεί για τη δράση του Αγίου Δημητρίου, αποδίδοντάς του τον τίτλο του «υπάτου» μεταξύ των χριστιανών της Θεσσαλονίκης. Ο Δημήτριος προσευχόταν στις συγκεντρώσεις στη Χαλκευτική στοά της Ρωμαϊκής Αγοράς της Θεσσαλονίκης και ενίσχυε τους οικονομικά ανήμπορους συμπολίτες του. Δημώδες μεταβυζαντινό κείμενο για το «Μαρτύριον του Αγίου Ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλήτου» περιγράφει τη βαθιά θρησκευτική κατάνυξη που επικρατούσε στο ακροατήριο του Δημητρίου. Οι «Δημεγέρτες» πρόδωσαν τον Δημήτριο στο Γαλέριο ο οποίος διέταξε να συλληφθεί και να κλειστεί στις υπόγειες «καμάρες» παρά του σταδίου που γειτόνευε με το δημόσιο λουτρό. Σύμφωνα με τα αγιολογικά κείμενα ο Δημήτριος κρατήθηκε έγκλειστος «περ τν καμίνων καμάρας», δηλαδή στα προπνιγεία του ρωμαϊκού λουτρού. Στη φυλακή ήταν και ένας νεαρός χριστιανός ο Νέστορας, ο οποίος θα αντιμετώπιζε σε μονομαχία τον φοβερό μονομάχο της εποχής Λυαίο. Ο νεαρός χριστιανός πριν τη μονομαχία επισκέφθηκε τον Δημήτριο και ζήτησε τη βοήθειά του. Ο Άγιος Δημήτριος του έδωσε την ευχή του και το αποτέλεσμα ήταν ο Νέστορας να νικήσει το Λυαίο και να προκαλέσει την οργή του αυτοκράτορα. Διατάχθηκε τότε να θανατωθούν και οι δύο, Νέστορας και Δημήτριος. Αφού ο Νέστορας κατανίκησε τον Λυαίο, θανατώθηκε από τον Γαλέριο που θεώρησε την ήττα του Λυαίου ως προσωπική του ήττα. Όταν πληροφορήθηκε ότι ο Νέστορας ήταν μαθητής του Δημητρίου, διέταξε να φέρουν τον Δημήτριο μπροστά του για να αποκηρύξει την πίστη του. 

Τελικά ο Δημήτριος, με διαταγή του Γαλέριου, θανατώθηκε στις υπόγειες φυλακές πιθανότατα το 306 μ.Χ. Μετά τον θάνατό του, πιστοί τον έθαψαν την ίδια ή την επόμενη νύχτα πρόχειρα στον ίδιο χώρο, όπου αργότερα κτίστηκε ένας «οικίσκος» που κατεδαφίσθηκε από τον Λεόντιο για την ανέγερση της βασιλικής. Οι συγγραφείς εγκωμίων του Αγίου Δημητρίου, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Γρηγόριος ο Παλαμάς και Δημήτριος Χρυσολωράς, αναφέρουν ότι το σώμα του Αγίου ετάφη στον τόπο του μαρτυρίου, ο δε τάφος μετεβλήθη σε βαθύ φρέαρ που ανέβλυζε μύρο, εξ ου και η προσωνυμία του Μυροβλήτου. Οι απαρχές της λατρείας του Αγίου Δημητρίου δεν είναι γνωστές με βεβαιότητα, καθώς, ενώ η αγιολογική παράδοση χρονολογεί το μαρτύριό του την εποχή του διωγμού των Χριστιανών επί Διοκλητιανού, την πρώτη δεκαετία του 4ου αιώνα, το πιο πρώιμο βέβαιο στοιχείο της λατρείας του, η ανέγερση της πεντάκλιτης βασιλικής προς τιμήν του στη Θεσσαλονίκη,χρονολογείται από τα μέσα του 5ου ως το πρώτο τέταρτο του 6ου μ.Χ. αι. Ακόμη, από τα μαρτυρολόγια του 4ου και του 5ου αιώνα απουσιάζει η αναφορά σε λατρεία ή μαρτύριο κάποιου Δημήτριου στη Θεσσαλονίκη. Οι περισσότεροι μελετητές αμφισβητούν την ιστορικότητα των βιογραφικών πληροφοριών των αγιολογικών κειμένων και συμφωνούν ότι δεν υπήρξε Δημήτριος που μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη, αλλά η λατρεία του προέρχεται από το Σίρμιο, ακολουθώντας την υπόθεση που διατύπωσε ο Βέλγος Βολλανδιστής Ιππόλυτος Ντελεαί. Ο Ντελεαί παρατήρησε ότι σε αντίθεση με την απουσία αναφοράς μάρτυρος Δημητρίου από τη Θεσσαλονίκη, στο Ιερωνυμιακό Μαρτυρολόγιο καταγράφεται το μαρτύριο «in Sirmia Demetri diaconi» (ελλην.: στο Σίρμιο του Δημητρίου του διακόνου), ενώ και στο Συριακό Μαρτυρολόγιο -η συγγραφή του οποίου χρονολογείται στο 411 και στηρίζεται σε ένα ελληνικό μαρτυρολόγιο περίπου του 362 από τη Νικομήδεια και, επομένως, προηγείται της πιο πρώιμης πιθανής χρονολογίας ανέγερσης βασιλικής προς τιμήν του Δημητρίου στο Σίρμιο από τον Λεόντιο- αναφέρεται ο «ν Σιρμί Δημήτριος» που εορταζόταν στις 9 Απριλίου. Η υπόθεση αυτή παρέχει εξήγηση για την ύπαρξη χώρου λατρείας του μάρτυρα εντός των τειχών της πόλης, όπου απαγορεύονταν οι ταφές κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, και για τις δηλώσεις άγνοιας επισκόπων Θεσσαλονίκης σχετικά με την τοποθεσία των λειψάνων του αγίου τον 6ο και τον 7ο αιώνα, όπως και την ύπαρξη ενός οραρίου μεταξύ των κειμηλίων του αγίου, ενδύματος διακόνων, ιδιότητα που είχε ο Δημήτριος του Σιρμίου.
Σύμφωνα με τον κλασικιστή Michael Vickers, η μεταφορά της λατρείας του αγίου συνέβη μαζί με τη μεταφορά της έδρας της επαρχίας Ιλλυρικού από το Σίρμιο στη Θεσσαλονίκη, μετά την καταστροφή του Σιρμίου από τους Ούννους του Αττίλα το 441. Κατά το Vickers, η μνήμη του αγίου μεταφέρθηκε τότε στις 26 Οκτωβρίου ως ημέρα μετακομιδής των κειμηλίων του. Μελετώντας τη διάδοση της λατρείας ιλλυρικών και παννονικών αγίων, ο μεσαιωνολόγος Peter Tóth καταλήγει ότι εκκινώντας από το Σίρμιο η προσκύνηση του Δημητρίου είχε ήδη εξαπλωθεί το τέλος του 4ου αιώνα, μάλλον και στη Θεσσαλονίκη, και ότι όταν, χρόνια μετά την άλωση του Σιρμίου το 441, κτίστηκε η βασιλική του Αγίου Δημητρίου στις αρχές του 6ου αιώνα, είχε λησμονηθεί η καταγωγή της λατρείας του, όπως συνέβη και με άλλους παννονικής προέλευσης αγίους, με αποτέλεσμα ο Δημήτριος να θεωρηθεί Θεσσαλονικέας, θεώρηση που αποτυπώθηκε στο πρώτο μαρτυρολόγιο (την Passio prima) σύμφωνα με τον Tóth, οι αναφορές στο Σίρμιο συμπεριλήφθηκαν στο δεύτερο μαρτυρολόγιο (την Passio altera) συνεπεία της ενσωμάτωσης στη θεσσαλονίκεια παράδοση εκείνης των κατοίκων του Σιρμίου που προσέφυγαν στη Θεσσαλονίκη μετά την κατάληψή του από τους Αβάρους το 582. Έλληνες μελετητές έχουν επιχειρηματολογήσει υπέρ της εντοπιότητας της προσκύνησης του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη απορρίπτοντας τη θεωρία περί προέλευσής της από το Σίρμιο. Παραδείγματος χάριν, σε άρθρο του 1976 ο βυζαντινολόγος Γεώργιος Θεοχαρίδης απέρριψε την ερμηνεία του Vickers, αναφερόμενος στις Νεαρές του Ιουστινιανού, όπου αναφέρεται ότι ο έπαρχος του Ιλλυρικού την περίοδο εκείνη ονομαζόταν Apraemius και όχι Λεόντιος, όπως ονομάζεται ο praefectus των αγιολογιών. 
Ο Δημήτριος Σκέδρος αμφισβητεί την πληρότητα των καταλόγων των πρώιμων μαρτυρολογίων από τα οποία απουσιάζει η αναφορά σε Θεσσαλονικέα μάρτυρα Δημήτριο και εισηγείται ότι υπήρξαν δύο Δημήτριοι, ένας που μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη και ένας διάκονος που μαρτύρησε στο Σίρμιο, η λατρεία των οποίων συγχωνεύθηκε μετά την παύση προσκύνησης του δεύτερου, όταν το Σίρμιο καταλήφθηκε από τους Ούννους το 441. O Σκέδρος ταυτίζει τον έπαρχο Λεόντιο των Μαρτυρολογίων με τον έπαρχο Ιλλυρικού του έτους 412/13 που καταγράφεται στον Θεοδοσιανό Κώδικα, τον οποίο συνδέει με την ανοικοδόμηση μιας τρίκλιτης βασιλικής στον χώρο όπου αργότερα ανεγέρθηκε η πεντάκλιτη βασιλική του Αγίου Δημητρίου, ενώ ερμηνεύει την αφήγηση της Passio altera περί ίδρυσης βασιλικής στο Σίρμιο από το Λεόντιο στο συγκείμενο του ανταγωνισμού Σιρμίου και Θεσσαλονίκης και την απορρίπτει ως κατοπινή ανιστορική προσθήκη στην αγιολογική παράδοση με στόχο την ενίσχυση του γοήτρου της Θεσσαλονίκης, όπου εντοπίζει τις απαρχές της προσκύνησης του Αγίου. Προσπαθώντας να εξηγήσει τη μεταβολή του Δημητρίου από διάκονο σε στρατιωτικό άγιο και την αναφορά της αγιολογικής παράδοσης σε μεταφορά της λατρείας από τη Θεσσαλονίκη στο Σίρμιο, ο κλασικιστής David Woods παρατήρησε ότι ο συνδυασμός ραρίου και δαχτυλιδιού ως κειμηλίων του αγίου απαντάται επίσης στην περίπτωση των μαρτύρων Emeterius και Chelidonius, επίσης στρατιωτικών αγίων από την Ταρρακωνική της Ιβηρικής και διατύπωσε την εικασία ότι η αρχή της λατρείας του αγίου Δημητρίου σχετίζεται με τη μεταφορά των κειμηλίων αυτών στη Θεσσαλονίκη το 379, λίγο μετά την εγκατάσταση εκεί του ισπανικής καταγωγής αυτοκράτορα Θεοδόσιου, και την κατοπινή παρανάγνωση μιας επιγραφής που ανέφερε τον Άγιο Emeterius, το όνομα του οποίου αποδόθηκε λανθασμένα ως Demetrius.
Καθώς στην Ορθόδοξη εκκλησία η αγιοκατάταξη είναι συνήθως μια διαδικασία που αφορμάται από την απόδοση τιμών σε κάποιον ως άγιο από τους πιστούς, ενώ η εκκλησιαστική διοίκηση μιας τοπικής εκκλησίας απλώς την επικυρώνει μέσω της συμπερίληψης της μνήμης του αγίου στο εκκλησιαστικό ημερολόγιο, και καθώς στη Βυζαντινή αυτοκρατορία δεν υπήρχε συστηματική διαδικασία αγιοκατάταξης μέχρι τον ύστερο 13ο αιώνα (οπότε χρονολογούνται οι πρώτες σχετικές συνοδικές αποφάσεις) δεν υπάρχουν στοιχεία για κάποια επισκοπική απόφαση για την αγιοκατάταξη του Δημητρίου. Η θεώρησή του μάρτυρα ως Αγίου εδραιώθηκε και διατηρήθηκε κατά τους πρωτοχριστιανικούς και μεσαιωνικούς χρόνους μέσα από την ύπαρξη σημείων της αγιότητας και της μεσιτείας του στο Θεό, δηλαδή, την εικονογράφησή του, την υμνογραφία και τη ναοδομία προς τιμήν του και, κυρίως, τα αγιολογικά κείμενα που διηγούνται το βίο και τα θαύματά του. Κατά την αγιολογική παράδοση, ο Άγιος Δημήτριος τάφηκε στον ίδιο χώρο όπου τον 5ο αι. μ.Χ. χτίστηκε μεγαλοπρεπής ναός, ο οποίος μετά από καταστροφές και αλλαγές αποτελεί το σημερινό Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου. 
Ο ναός του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη ήταν ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και η προσκύνηση του αγίου στη Θεσσαλονίκη συνεχίζεται από την πρωτοχριστιανική περίοδο έως και σήμερα. Το υπόγειο λουτρό διατηρήθηκε και διασκευάστηκε σε κρύπτη. Ο Άγιος Δημήτριος έγινε ο φύλακας και προστάτης της Θεσσαλονίκης. Το όνομα «Μυροβλύτης» του δόθηκε από το μύρο που αναβλύζει από τον τάφο του. Πολυάριθμες είναι οι απεικονίσεις του Αγίου Δημητρίου σε χειρόγραφα, φορητές εικόνες και τοιχογραφίες με σκηνές από το βίο, το μαρτύριο και τα θαύματά του. 
Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Αριστείδη Μέντζο, τα λείψανα του αγίου δεν ήταν μόνον αντικείμενα αλλά και χώμα ποτισμένο με αίμα, το οποίο κάποτε φυλασσόταν στο σκευοφυλάκιο του ναού της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης. 
Ο ναός του Αγίου Δημητρίου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης
Σ' αυτό συνηγορεί η γραπτή μαρτυρία ότι ο Ιουστινιανός αναζητούσε λείψανα του Αγίου Δημητρίου, που σημαίνει ότι ήταν γνωστή η ύπαρξη λειψάνων. Η προσκύνηση χώματος-λύθρου συνδέεται με τον Άγιο Δημήτριο από τα πρώτα χρόνια της λατρείας του μέχρι τον 20ο αιώνα στη Θεσσαλονίκη. Η κάρα του αγίου αφαιρέθηκε από το ναό του, από τους Νορμανδούς κατακτητές το 1185, για να καταλήξει σε Ιταλικό μοναστήρι και να επιστρέψει πολύ αργότερα στην Ελλάδα. Έως και τα μέσα του 20ου αιώνα οι νομάδες ποιμένες της ελληνικής υπαίθρου, όπως οι Βλάχοι και οι Σαρακατσάνοι, ως και τις οροσειρές της Ροδόπης και του Πιρίν στη σημερινή Βουλγαρία, όριζαν τις εποχικές μετακινήσεις των ποιμνίων τους το φθινόπωρο και την άνοιξη με βάση τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Γεωργίου αντίστοιχα. Ο άγιος Δημήτριος είναι ένας από τους πιο λαοφιλείς αγίους για τους ελληνορθόδοξους και σλαβορθόδοξους Χριστιανούς. 
Από τους εορτασμούς για τον Άγιο Δημήτριο στην πόλη της Θεσσαλονίκης με επίκεντρο τον ομώνυμο ναό.
Η μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλύτη εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την 26η Οκτωβρίου. Εκτός από τη Θεσσαλονίκη, τιμάται ως πολιούχος άγιος και σε άλλες πόλεις, όπως η Χρυσούπολη, η Ελασσόνα, η Ναύπακτος, η Κηφισιά κ.ά.
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΘΑΥΜΑΤΑ
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της βυζαντινής Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο του 1207 από τους βούλγαρους, ο ηγεμόνας των Βουλγάρων Ιωαννίτζης πέθανε αιφνιδίως με τις συνθήκες του θανάτου του να είναι αβέβαιες. Ο Ακροπολίτης αναφέρει ότι πέθανε από πλευρίτιδα. Ωστόσο ο ίδιος κατέγραψε επίσης μια φήμη που υποστήριζε ότι «ο θάνατος του Καλογιάν προκλήθηκε από θεϊκή οργή, γιατί του φάνηκε ότι ένας οπλισμένος άντρας εμφανίστηκε μπροστά του στον ύπνο του και χτύπησε την πλευρά του με ένα δόρυ». Θρύλοι για παρέμβαση του Αγίου Δημητρίου υπέρ της πολιορκημένης πόλης στην πραγματικότητα εμφανίστηκαν λίγο μετά το θάνατο του Καλογιάν. Ο Ρομπέρ ντε Κλαρί έγραψε ήδη πριν από 1216 ότι ο ίδιος ο άγιος ήρθε στη σκηνή Καλογιάν και «τον χτύπησε με μια λόγχη», προκαλώντας το θάνατό του. Ο Στέφανος Νεμάνιτς κατέγραψε τον ίδιο μύθο το 1216 στο βίο αγίων για τον πατέρα του, Στέφανο Νεμάνια. Ο Ιωάννης Σταυράκιος, που συνέλεξε τους θρύλους για τον Αγιο Δημήτριο στα τέλη του 13ου αιώνα, κατέγραψε ότι ένας ιππέας πάνω σε άσπρο άλογο χτύπησε Καλογιάν με μια λόγχη. Ο Καλογιάν, συνέχισε ο Σταυράκιος, συσχέτισε τον επιτιθέμενο με το Mανάστρα, διοικητής των Κουμάνων μισθοφόρων του, που ως εκ τούτου έπρεπε να φύγει πριν από το θάνατο του Καλογιάν. Ο μύθος αυτός απεικονίστηκε στους τοίχους πάνω από πέντε ορθόδοξων εκκλησιών και μοναστηριών. Για παράδειγμα, μια τοιχογραφία στη Μονή Ντετσάνι απεικονίζει τον Άγιο Δημήτριο να σκοτώνει τον Τσάρο Σκαλογιάν. Ένα από τα πολλά θαύματα του Αγίου είναι και το εξής. Το 1823 μ.Χ. οι Τούρκοι που ήταν αμπαρωμένοι στην Ακρόπολη της Αθήνας ετοίμαζαν τα πυρομαχικά τους για να χτυπήσουν με τα κανόνια τους, τους Έλληνες που βρισκόντουσαν στον ναό του Αγίου Δημητρίου, μα ο Άγιος Δημήτριος έκανε το θαύμα του για να σωθούν οι Χριστιανοί και η πυρίτιδα έσκασε στα χέρια των Τούρκων καταστρέφοντας και τμήμα του μνημείου του Παρθενώνα. Για να θυμούνται αυτό το θαύμα, ο ναός λέγεται από τότε Άγιος Δημήτριος Λουμπαρδιάρης, από την λουμπάρδα δηλαδή το κανόνι των Τούρκων που καταστράφηκε.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Ο θεσμός έχει την προέλευσή του στην παράδοση να ανταλλάσσονται τα προϊόντα της ενδοχώρας με τα θαλασσινά προϊόντα, κατά την εποχή του Βυζαντίου και συγκεκριμένα από τον 10ο αιώνα μ.Χ. Ονομάζονταν «Δημήτρια» διότι πραγματοποιούνταν κατά τις ημέρες εορτασμού της μνήμης του πολιούχου της Θεσσαλονίκης Αγίου Δημητρίου. Η πανήγυρη με την ονομασία αυτή άκμασε τον 14ο αιώνα, τον επονομαζόμενο και «χρυσό αιώνα» της Θεσσαλονίκης. Αρχικά η γιορτή αυτή είχε κυρίως θρησκευτικό και εμπορικό χαρακτήρα. Παράλληλα όμως ο λαός της πόλης κατά τα «Δημήτρια» έβρισκε πολλές διασκεδάσεις και ευκαιρίες ψυχαγωγίας με σχοινοβάτες, γελωτοποιούς, μίμους και θεατρίνους οι οποίοι γύριζαν τις αγορές και τις γειτονιές. Επίσης κατά τη γιορτή, σύμφωνα με τις πηγές, παρουσιάζονταν θεατρικά έργα του αρχαιοελληνικού δραματολογίου καθώς και διαλέξεις φιλοσόφων και λογίων. Η ακμή αυτή επιβραδύνθηκε ιδιαίτερα από την πολιορκία των Οθωμανών, από το 1422 έως και το 1430, χρονιά άλωσης της πόλης. Αναβίωσε ως πλαίσιο πολιτιστικών εκδηλώσεων από το 1966 και μέχρι σήμερα αποτελεί τον κορυφαίο πολιτιστικό θεσμό του Δήμου Θεσσαλονίκης.

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

ΚΟΥΛΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΟΥ, Η ΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΠΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΚΕ ΚΑΙ ΘΑΦΤΗΚΕ ΣΤΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ



Όταν επισκεφθήκαμε για πρώτη φορά τα νεκροταφεία του Αγίου Παύλου, μετά την έκπληξη ότι υπήρχαν κάποια ξεχασμένα νεκροταφεία μέσα στο περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης αυτό που μας τράβηξε κατευθείαν την προσοχή ήταν ένας συγκεκριμένος τάφος. Ενώ συνολικά όλοι οι άλλοι τάφοι ήταν εγκαταλειμένοι και οι περισσότεροι από αυτούς κατεστραμένοι, υπήρχε κάποιος που ξεχώριζε. Πρώτα απ' όλα ήταν ο μοναδικός μαρμάρινος, ο μοναδικός που ήταν συντηρημένος και ο μοναδικός που ήταν καθαρός. Πλησιάζοντας είδαμε ότι ανήκει σε κάποια ΚΟΥΛΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΟΥ. Μας έκανε εντύπωση ότι υπήρχε χαραγμένο στον τάφο επάνω σε μαρμάρινη πλάκα ένα μήνυμα του ΚΚΕ. Να σας πούμε την αλήθεια δεν γνωρίζαμε τίποτα για την ιστορία αυτής της γυναίκας και ντρεπόμαστε για αυτό. Γυρνώντας στο σπίτι ξεκίνησα να ψάχνω στο διαδίκτυο. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι δεν θα έβρισκα τίποτα, αντίθετα βρήκα αρκετές πληροφορίες και σας τις παραθέτουμε.
ΚΟΥΛΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΟΥ, Η ΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ

Η ΚΟΥΛΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΟΥ ήταν αγωνίστρια της εθνικής αντίστασης που που εκτελέστηκε στις 6 Μαίου 1947, πάνω στον ανθό της νιότης της, σε ηλικία μόλις 24 χρόνων. Ήταν η ηρωίδα που όταν στις 26 Οκτωβρίου 1943 το ΕΑΜ Νέων οργάνωσε διαδήλωση εκατοντάδων νέων στους κεντρικούς δρόμους της Θεσσαλονίκης, για να γιορτάσουν την 31η επέτειο απελευθέρωσης της πόλης από τον Οθωμανικό ζυγό, πρόταξε τα στήθια της στους οπλισμένους σαν αστακούς Γερμανούς στρατιώτες που πήγαν για να διαλύσουν την κινητοποίηση. Και ήταν η ίδια η Κούλα Ελευθεριάδου που στην άλλη μαχητική διαδήλωση χιλιάδων φοιτητών και άλλων κατοίκων της Θεσσαλονίκης, στις 25 Μαρτίου 1944, στεφάνωσε εκ μέρους της ΕΠΟΝ την προτομή του Ναυάρχου Βότση, μπροστά στο Λευκό Πύργο, αψηφώντας τα γερμανικά πολυβόλα που ήταν στραμμένα κατά του πλήθους.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΟΥΛΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΟΥ
Η Κούλα Ελευθεριάδου γεννήθηκε το 1923 στο Σοχό Λαγκαδά Θεσσαλονίκης από αγρότες γονείς. Το 1942, εντάχθηκε στο ΕΑΜ Νέων και λίγο αργότερα στην ΕΠΟΝ, λίγο μετά την δημιουργία της. Και όταν κάποια στιγμή εγκαθίσταται με την οικογένειά της στην πόλη της Θεσσαλονίκης, συνδέεται αμέσως με τις εθνικοπελευθερωτικές οργανώσεις και κυρίως με την οργάνωση της ΕΠΟΝ, παίρνοντας δραστήρια μέρος στον αγώνα ενάντια στους κατακτητές. Λίγο μετά τη μεγαλειώδη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1944 για τον εορτασμό της εθνικής επετείου, η ηρωίδα συλλαμβάνεται από άνδρες της Ειδικής Ασφάλειας και ταγματασφαλίτες που την παραδίδουν για ανάκριση στον αιμοβόρο τύραννο της κατοχής Παρθενίου. Στα χέρια του δήμιου αυτού, η Κούλα υπέστη φοβερά βασανιστήρια. Παρ΄όλα αυτά όμως δεν λύγισε και οι ανακριτές της δεν κατάφεραν να της αποσπάσουν καμιά ομολογία και ούτε λέξη για τους συντρόφους της. Καθώς οι κατακτητές και οι συνεργάτες τους δεν βρίσκουν σε βάρος της κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο, την αφήνουν ελεύθερη τον Αύγουστο του 1944, οπότε συνεχίζει την εθνικοπελευθερωτική της δράση και η απελευθέρωση τη βρίσκει γραμματέα της Αχτιδικής Επιτροπής Ανατολικών Συνοικιών Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ. Η Κούλα Ελευθεριάδου συλλαμβάνεται από την Αστυνομία τον Ιανουάριο του 1947 και παραπέμπεται στο Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης τέσσερις μήνες αργότερα, στις 2 Μαίου 1947, μαζί με τους Γρηγόρη Ελευθεριάδη και Βασίλη Παναγόπουλο και με την κατηγορία της “στρατολόγου συμμοριτών”, ότι δηλαδή έπειθε παλιούς και νέους αγωνιστές να βγουν στο βουνό για να καταταγούν στον στρατό των ανταρτών, το ΔΣΕ. 

Η νεαρή αγωνίστρια αντιμετωπίζει τους κατηγόρους της με θάρρος και αποφασιστικότητα και η απολογία της στο στρατοδικείο, εκπλήσσει κι αυτούς που τη δικάζουν. Στο δικαστήριο, καταπίπτει και το σενάριο που αναπτύσσει ο μοναδικός μάρτυρας κατηγορίας, που ήταν ο περιβόητος ενωμοτάρχης της Ασφάλειας, Ιωάννης Παρθενίου, ότι η νεαρή δρούσε ως “στρατολόγος” με το ψευδώνημο “Μαρία”. Στην απολογία της λέει: “Μου προξενεί κατάπληξη πως σήμερα έρχεται σα μάρτυρας κατηγορίας ο Παρθενίου, και καταθυέτει με τέτοιο πείσμα εναντίον μου, αυτός που όταν στις 25 Μαρτίου 1943 στεφανώναμε το άγγαλμα του Βότση, μας πυροβολούσε με πιστόλι μαζί με τους Γερμανούς, ενώ οι άλλοι χωροφύλακες τάχθηκαν με το μέρος μας. Θα μείνει κατάπληκτος ο κόσμος όταν μάθει πως ύστερα από όλα αυτά σήμερα δικάζομαι από ελληνικό στρατοδικείο”. Στην ουσία δηλαδή έθετε το ιστορικό ζήτημα της ατιμωρησίας των συνεργατών των κατακτητών μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας. Δυστυχώς είμασταν η μοναδική χώρα που συνέβη αυτό στην Ευρώπη. Από εκείνο το δικαστήριο σκοπιμότητας η Κούλα Ελευθεριάδου και ο συνεπίθετός της Γρηγόρης Ελευθεριάδης (απλή συνωνυμία), καταδικάζονται από το Στρατοδικείο, δις εις θάνατο, ενώ ο συγκατηγορούμενός της Βασίλης Παναγόπουλος σε ισόβια. Τρεις μέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 6 Μαίου του 1947, η Κούλα Ελευθεριάδου με το χαμόγελο στα χείλη κι' αλύγιστη θα βαδίσει από τις φυλακές Επταπύργιου για το απόσπασμα, στο πευκόδασος του Αγίου Παύλου. 

Στην εκτέλεση παρίσταται και ο βασιλικός επίτροπος Ταμβακάς που της διαβάζει την καταδικαστική απόφαση. Αμέσως ο Βασιλικός Επίτροπος θα προστάξει το πυρ. Όμως η Ελευθεριάδου δεν θα πεθάνει αμέσως, καθώς μερικοί στρατιώτες του εκτελεστικού αποσπάσματος δεν έριχναν εναντίον της αλλά στον αέρα. Την χαριστική βολή, της την έδωσε ο ίδιος ο Ταμβακάς. Το τραγελαφικό στην υπόθεση είναι ότι την παραμονή ακριβώς του άδικου χαμού της νεαρής αγωνίστριας, ο πρωθυπουργός Δημήτριος Μάξιμος, είχε δηλώσει στον ανταποκριτή στην Αθήνα του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων ότι “θα εισηγηθώ εις την κυβέρνησιν όπως μη εκτελούνται αι υπό των Στρατοδικείων καταδικασθείσαι εις θάνατον γυναίκες”. Σημειώνεται ότι εκείνο το διάστημα είχε ξεσπάσει ένα κύμα 200 και πλέον εκτελέσεων αγωνιστών και μεταξύ αυτών και των γυναικών Κούλας Ελευθεριάδη, Ειρήνης Γκίνη, Σοφίας Βαμβακάκη και Αθηνάς Καλπάκη. 

Θάφτηκε στα νεκροταφεία του ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ που σήμερα στέκονται εγκατελημένα μέσα στο περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης, δίπλα από τον συνοικισμό του ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ.


Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

ΑΡΔΑΜΕΡΙ, ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΟΎ ΧΟΡΤΙΑΤΗ



Το Αρδαμέρι είναι ένα από τα καινούργια σημεία εκκίνησης των πεζοπορικών μας διαδρομών στο όρος του Χορτιάτη, αφού ξεκινώντας από αυτό το χωριό έχουμε την δυνατότητα να γνωρίσουμε μία από τις ομορφότερες και πιο άγνωστες πλευρές του βουνού αυτού, την βορειοανατολική. Επισκεπτόμενη μετά από πολλά χρόνια ξανά τον οικισμό αυτό είδαμε ότι δεν είναι ένας μικρός οικισμός με απλά κατοικίες αλλά ένα πολύ ενδιαφέρον χωριό με μεγάλο πολιτιστικό, ιστορικό και αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον που αξίζει να ασχοληθούμε με αυτό στο blog μας με μία ξεχωριστή ανάρτηση.

ΑΡΔΑΜΕΡΙ
Το Αρδαμέρι (Τοπική Κοινότητα Αρδαμερίου - Δημοτική Ενότητα ΚΟΡΩΝΕΙΑΣ), ανήκει στον δήμο ΛΑΓΚΑΔΑ της Περιφερειακής Ενότητας ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ που βρίσκεται στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα “Καλλικράτης”. Η επίσημη ονομασία είναι “το Αρδαμέριον”. Έδρα του δήμου είναι ο Λαγκαδάς και ανήκει στο γεωγραφικό διαμέρισμα Μακεδονίας. Κατά τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας με το σχέδιο “Καποδίστριας”, μέχρι το 2010, το Αρδαμέρι ανήκε στο Τοπικό Διαμέρισμα Αρδαμερίου, του πρώην Δήμου ΚΟΡΩΝΕΙΑΣ του Νομού ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. 

Το Αρδαμέρι έχει υψόμετρο 344 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό πλάτος 40,5917569929 και γεωγραφικό μήκος 23,1836985291.Το Αρδαμέρι είναι ένα χωριό του νομού Θεσσαλονίκης, σκαρφαλωμένο στο όρος Χορτιάτη. Ο παραδοσιακός χαρακτήρας του χωριού εντοπίζεται στα άτακτα τοποθετημένα σπίτια και τα στενά δαιδαλώδη δρομάκια του που καταλήγουν τις περισσότερες φορές σε αδιέξοδο. Το χωριό έχει περίπου 900 ψηφοφόρους και μόνο 125 μόνιμους κατοίκους. Ανήκει στη Δημοτική Ενότητα Κορώνειας του Δήμου Λαγκαδά, μαζί με τα χωριά Άγιος Βασίλειος, Γερακαρού, Βασιλούδι και Λαγκαδίκια. Το χωριό καταστράφηκε από τους Τούρκους 2 φορές: Με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης το 1430 από τους Τούρκους και στην επανάσταση του 1821, όταν δημιουργήθηκε ένα κίνημα στην περιοχή, με επικεφαλής τον Εμμανουήλ Παππά. Η προσπάθεια όμως αυτή, βάφτηκε με αίμα. 

Οι κάτοικοι του Αρδαμερίου συμμετείχαν στην επανάσταση του 1821 ανάμεσά τους διακρίθηκαν οι αγωνιστές Βασίλειος Συρόπουλος, Γεώργιος Μαριανός (1797-1831) και Κωνσταντίνος (Κωνσταντής) Αργύρης. Το Αρδαμέρι απέχει 38 χλμ. από την Θεσσαλονίκη και βρίσκεται στις βορειοανατολικές παρυφές του Χορτιάτη. Μαζί με τον Άγιο Βασίλειο, το Βασιλούδι τη Γερακαρού και τα Λαγκαδίκια συναποτελούν σήμερα τη Δημοτική Ενότητα Κορώνειας του Δήμου Λαγκαδά. Ο επισκέπτης με αυτοκίνητο έχει δύο επιλογές ως προς την πρόσβασή του στο χωριό, μέσω του παλαιού δρόμου Θεσσαλονίκης-Καβάλας είτε μέσω Πανοράματος-Χορτιάτη. 

Ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου.
Από μνημεία, το κυριότερο είναι η Κοίμηση, ναός του 1836, χτισμένος σε παλιότερη βασιλική, της οποίας σώζονταν αρκετά γλυπτά ενσωματωμένα στην τοιχοποιία, κι άλλα, κυρίως κιονίσκοι από θωράκια, φυτεμένα στην νότια αυλή. 
Παράθυρο από τον ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου.
Η εκκλησία, που είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, καίγεται από τους Τούρκους το 1821 και ξαναχτίζεται πάνω στο παλιό κτίσμα το 1836, με τη βοήθεια όλων των κατοίκων. To 2004 πραγματοποιήθηκε η επισκευή και η αναστήλωση του καμπαναριού της εκκλησίας. Το Αρδαμέρι υπήρξε έδρα της επισκοπής, με πρώτο γνωστό επίσκοπο τον Ερκούλων Ιωάννη. 

Η Ιερά Επισκοπή Αρδαμερίου ανήκε στην Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και η πρώτη αναφορά της στα κείμενα γίνεται το 980 περίπου αν και φαίνεται ότι υπήρχε από παλιότερα. Περιλάμβανε 17 κωμοπόλεις και χωριά : Γαλάτιστα, Λιβάδι, Ζαγκλιβέρι, Ραβνά, Αδάμ, Σανά, Δουμπιά, Σουποτίκια (Ριζά), Τοπλίκια (Πετροκέρασσα), Παλαιόχωρα, Κρήμνη, Καϊτζίκι (Παλαιόκαστρο), Γεροπλάτανος, Ρεσιτνίκα που ήταν ο σημερινός Άγιος Πρόδρομος, Στανός, Λοζίκι που είναι ο σημερινός Μελισσουργός, Αρδαμέρι και Περιστερά, εκτεινόταν δηλαδή σε μία περιοχή στα όρια των δύο σημερινών νομών Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής, είχε έδρα το Αρδαμέρι και καταργήθηκε το 1934. Ο επόμενος επίσκοπος ήταν ο επίσκοπος Ηλίας το 1100μ.χ. 

Η επισκοπή Αρδαμερίου κράτησε μέχρι το 1650, όταν άλλαξε σε επισκοπή Αρδαμερίου και Γαλατίστης και το 1938 Αγίου Όρους, Ιερισσού και Αρδαμερίου. Η επισκοπή διαλύθηκε στον μεσοπόλεμο. Αρδαμέρι είναι σλαβόηχη λέξη και μάλιστα «αρχαϊκή» διότι άν ήταν νεότερη, δεν θα άρχιζε από «αρ» αλλά από «ρα»: Ρεάχοβα, Ραλένκοβα,Ραδομίρι. Εντύπωση προκαλούσε η ονομασία «Ερκουλίων». Ερκούλιοι αναφέρονται στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια, ως μιά φυλή. Ερκούλιος, γένος Μιθραϊκό, ήταν ο Μαξιμιανός, ο συνεταίρος του Διοκλητιανού, από τα μέρη του Σιρμίου. 

Το χωριό αναφερόταν ως Έρκουλα ή Ερκούλιον κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Η εκκλησία, που είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, καίγεται από τους Τούρκους το 1436 και ξαναχτίζεται πάνω στο παλιό κτίσμα το 1836, με τη βοήθεια όλων των κατοίκων. To 2004 πραγματοποιήθηκε η αναστήλωση του καμπαναριού της εκκλησίας.

ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΠΕΖΟΠΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ ΑΡΔΑΜΕΡΙ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ Σ...

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ, ΤΟ ΙΕΡΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ



Περπατώντας όχι μόνο στην ύπαιθρο γύρω από την Θεσσαλονίκη, αλλά και γενικότερα στον Ελλαδικό χώρο και σε όχι μεγάλα υψόμετρα σίγουρα ένα από τα πιο κοινά και συχνά δέντρα που θα έχουμε παρατηρήσει είναι αυτό της ΒΕΛΑΝΙΔΙΑΣ. 

Με εκείνα τα περίεργα φύλλα πολλές φορές στις πεζοπορίες μας θα το έχουμε προσπεράσει αδιάφορα χωρίς κανένας μας να γνωρίζει την σπουδαιότητα που είχε στους αρχαίους προγόνους μας. Ποιος από εμάς περπατώντας ανάμεσα στις βελανιδιές κάποιου ελληνικού βουνού τις έχει συνδυάσει με εκείνα τα αριστουργήματα που ανακάλυψε ο Μανώλης Ανδρόνικος στην Βεργίνα, μιλάμε για τα χρυσά στεφάνια στον τάφο του Φιλίππου που ήταν φύλλα βελανιδιάς. Γιατί? 

Διότι η βελανιδιά ήταν το ιερό δέντρο της αρχαίας Ελλάδας και νομίζουμε σήμερα αξίζει τον κόπο σε αυτό το δέντρο να του αφιερώσουμε μία ξεχωριστή ανάρτηση ψάχνοντας οποιαδήποτε πληροφορία για την Δρυς είτε στο διαδίκτυο είτε σε βιβλία. Ας δούμε τι μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε για αυτό το πανέμορφο δέντρο.
ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ
Η βελανιδιά, γνωστή και ως άρια ή δρυς, είναι αειθαλές υπεραιωνόβιο δέντρο μέτριου ρυθμού ανάπτυξης. 

Το μέγιστο ύψος του μπορεί να φτάσει ακόμα και τα εικοσιπέντε μέτρα, ενώ η διάμετρος του τα δεκαπέντε μέτρα. Έχει πολύ πλούσιο φύλλωμα από δερματώτη, λοβωτά, στιλπνά φύλλα με ακανθώδεις ακμές. Το χρώμα των φύλλων του είναι σκούρο πράσινο. Το νέο φύλλωμα όταν εκπτύσσεται είναι καλυμένο από γκριζωπό χνούδι, το οποίο με τον καιρό πέφτει από την άνω επιφάνεια του φύλλου και διατηρείται μόνο στην κάτω επιφάνεια.

Ανθοφορεί στα τέλη της άνοιξης. Έχει πλούσια ανθοφορία από μονογενή άνθη τα οποία συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο. Τα θηλυκά άνθη είναι πράσινου χρώματος ενώ τα αρσενικά είναι κίτρινα και κρέμονται σε ταξιανθίες. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ωριμάζουν και οι καρποί της βελανιδιάς. Από ανοιχτοπράσινοι γίνονται σκούροι πράσινοι καθώς ωριμάζουν, αποκτώντας τελικά μια καφετιά απόχρωση λίγο πριν πέσουν. Η βελανιδιά δεν χρειάζεται ιδιαίτερες φροντίδες. Ευδοκιμεί σε ήλιο ή ημισκιά, σε κάθε τύπο εδάφους με καλή στράγγιση. Δεν χρειάζεται ποτίσματα ή λιπάνσεις, ενώ επιδέχεται πολύ αυστηρά κλαδέματα. Παρουσιάζει καλή αντοχή στο ψύχος, στην ξηρασία και στις παραθαλάσσιες φυτεύσεις. 

Η βελανιδιά ή βαλανιδιά με επιστημονική ονομασία Δρυς στα ελληνικά και στα λατινικά Quercus είναι γένος φυτών της οικογένειας των Φηγοειδών με 531 αυτοφυή είδη του βόρειου ημισφαίριου της γης . Είναι το κατ΄ εξοχήν δένδρο των δρυμών. Είναι δέντρα ψηλά, αιωνόβια που βρίσκονται είτε σε πεδινές είτε σε ορεινές περιοχές. 

Ο καρπός της βελανιδιάς είναι το βαλανίδι (από το βάλανος), χρήσιμο για ζωοτροφές και στη βυρσοδεψία. Το ξύλο όλων των ειδών της βελανιδιάς είναι βαρύ, σκληρό και δεν σαπίζει εύκολα. 

Χρησιμοποιείται στην οικοδομική, ναυπηγική, επιπλοποιία, στην κατασκευή σανίδων, δοκαριών και παρασκευάζονται από αυτό ξυλάνθρακες πολύ καλής ποιότητας. Το ξύλο της είναι σχετικά ακριβό και χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία. Είναι πυκνό και το χρώμα του κυμαίνεται μεταξύ σκούρου και ανοιχτού. Στην κατασκευή κτιρίων χρησιμοποιείται στην ξυλοδεσιά. 

Εξαιτίας του αρωματικού της ξύλου, είναι ιδανική για την κατασκευή βαρελιών στην ποτοποιΐα. Από ένα είδος βελανιδιάς, το φελλόδεντρο με λατινική ονομασία Querqus suber, εξάγεται από το εξωτερικό μέρος του κορμού του φυτού ο φελλός, υλικό το οποίο έχει πολλές εφαρμογές χάρη στις ιδιότητές του. Χρησιμοποιείται από αρχαίους χρόνους στην οικοδομική την ναυπηγική και την επιπλοποιία. Ο δε καρπός της βελανιδιάς -το βελανίδι- είναι χρήσιμο για ζωοτροφές και στη βυρσοδεψία. Το καυσόξυλο δρυ συγκαταλέγεται μέσα στα κύρια στερεά καύσιμα για την θέρμανση κατοικιών, είτε σαν καυσόξυλα δρυ ή στη μορφή «πέλετ».

ΕΙΔΗ ΒΕΛΑΝΙΔΙΑΣ
Τα κυριότερα είδη που βρίσκονται στην Ελλάδα και την Κύπρο είναι:
ΗΡΕΜΗ ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ ή  ΒΑΛΑΝΙΔΙΑ
Η ήμερη βαλανιδιά ή βαλανιδιά  με λατινική ονομασία Quercus ithaburensis subsp. macrolepis. Φτάνει τα 30 μέτρα σε ύψος και ευδοκιμεί σε θερμό και ξηρό περιβάλλον. Βρίσκεται στις περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου σε πεδινές περιοχές, καθώς και στους πρόποδες των βουνών. Τα φύλλα της είναι δερματώδη, ωοειδή με οξείες παρυφές, χνουδωτά. Ο καρπός της είναι σκληρό κάρυο κυπελλοφόρο και μονόσπερμο. Το κύπελλο του καρπού φέρει πυκνά αγκαθωτά λέπια. Πάντως υπάρχουν και άκαρπα δέντρα και αυτό αποδίδεται στην κακή ανθοφορία. Το ξύλο της είναι βαρύ και πολύ σκληρό. Στην Ελλάδα βρίσκεται στις Κυκλάδες, βόρειες Σποράδες, Αττική, Ρόδο, Κρήτη, Θεσσαλία και Βοιωτία. Από τα κύπελλα των καρπών βγαίνει εκχύλισμα που είναι χρήσιμο στη βαφική και τη βυρσοδεψία.
ΔΡΥΣ Η ΠΟΔΙΣΚΟΦΟΡΟΣ
Η δρυς η ποδισκοφόρος με λατινική ονομασία Quercus robur. Φτάνει σε ύψος τα 25 μέτρα και σχηματίζει μεγάλα δάση στις περιοχές της Βορείου και Κεντρικής Ευρώπης Ο κορμός της έχει χρώμα γκριζωπό ή σκούρο γκρίζο και ο φλοιός βαθιές ρωγμές. Τα φύλλα της αναπτύσσονται μαζί με τα άνθη και είναι ενωμένα, λεία και έχουν ακανόνιστους λοβούς. Τα βαλανίδια έχουν χαρακτηριστικό μακρύ ποδίσκο. Στην Ελλάδα βρίσκεται σε χαμηλές ορεινές περιοχές και σε υψόμετρο από 800-1000 μέτρα. Είναι γνωστή και με τις ονομασίες ρουπάκι, ρένια και ροτούκι.
ΔΡΥΣ Η ΑΠΟΔΙΣΚΗ
Η δρυς η απόδισκη με ελληνική επιστημονική ονομασία δρυς η πετραία και με λατινική ονομασία Quercus petraea, κοινός «δέντρος». Διαφέρει από την ποδισκοφόρο στο ότι τα βαλανίδια της δεν έχουν ποδίσκο.
ΔΡΥΣ Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ
Δρυς η Μακεδονική με ελληνική επιστημονική ονομασία δρυς η τρωική και λατινική ονομασία  Quercus trojana). Φτάνει σε ύψος τα 20 μέτρα και βρίσκεται στις περιοχές των Βαλκανίων. Στην Ελλάδα βρίσκεται με μεμονωμένα δέντρα σε δασικές περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης.
ΔΡΥΣ Η ΚΗΡΡΙΣ
Η δρυς η κηρρίς με λατινική ονομασία Quercus cerris, κοινός «τσέρος». Συγγενικό είδος με τα προηγούμενα. Βρίσκεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και στην Ελλάδα είναι αναμεμειγμένη με άλλα δέντρα. Γνωστή και με τις ονομασίες «τσέρο» και «ρουπάκι». Ο φλοιός της έχει βαθιές, ευθύγραμμες ρωγμές και τα βελανίδια της είναι μεγάλα, μακριά με κύπελλο που φέρει πολλά λέπια. Το είδος αυτό το αναφέρει και ο Θεόφραστος με το όνομα Αλοίφιος, ή Ασπρίς.
ΛΑΤΖΙΑ
Η λατζιά με ελληνική επιστημονική ονομασία δρυς η κληθρόφυλλη,και  λατινική ονομασία Quercus alnifolia, είναι θαμνώδες αειθαλές ενδημικό είδος της Κύπρου.
ΠΟΥΡΝΑΡΙ
Το πουρνάρι, ή πιρνάρι, ή πρίνος με ελληνική επιστημονική ονομασία δρυς η κοκκοφόρος και  λατινική ονομασία Quercus coccifera. Θαμνώδης, αείφυλλος, σκληρόφυλλος θάμνος με ευρεία εξάπλωση στην περιοχή της Μεσογείου. Σημαντικότερη ποικιλία αυτού είναι ο «χαμόπρινος» της οποίας το μεν ξύλο χρησιμοποιείται στη παραγωγή κάρβουνου, οι δε νεαροί βλαστοί του ως τροφή αιγοπροβάτων. Επίσης ο φλοιός της ρίζας του είναι βυρσοδεψικός, ενώ το σπέρμα του είναι βαφικό. Πιο συγκεκριμένα βαφικό δεν είναι το σπέρμα του βελανίδι, αλλά οι πορφυροί κόκκοι που σχηματίζονται στα φύλλα των νέων βλαστών , όταν εναποθέτει σ'αυτά τα αυγά του καποιο έντομο, και ακολούθως μετασχηματίζονται σε κόκκινους κόκκους, εξ ού και το όνομα κοκκοφόρος- coccifera. Είναι φαινόμενο σχετικό με τις κικκίδες, που σχηματίζονται στα φύλλα άλλων δρυών γνωστό ως «πρινοκόκι». Άλλες ονομασίες αυτού του είδους είναι: κατσόπρινος, κατσιδοπίρναρο κ.ά.
ΔΡΥΣ Η ΒΑΦΙΚΗ
Η δρυς η βαφική με λατινική ονομασία Quercus infectoria, ημιφυλλοβόλο δέντρο με εξάπλωση από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου μέχρι το ΝΔ Ιράν.
ΠΛΑΤΥΦΥΛΛΗ ΔΡΥΣ
Η πλατύφυλλη δρυς ή μεσές με λατινική ονομασία Quercus frainetto, έχει μέσο μέγεθος βελανιδιού. Απαντάται στη Βαλκανική, στην Ιταλία, στην Ουγγαρία και στη Βορειοδυτική Τουρκία.
ΧΝΟΩΔΗΣ ΔΡΥΣ
Η χνοώδης δρυς με λατινική ονομασία Quercus pubescens. Είναι κοινό είδος σε όλη την Ελλάδα.
ΒΑΦΙΚΗ ΔΡΥΣ
Η βαφική δρυς με λατινική ονομασία Quercus infectoria. Το είδος απαντάται, στην Ελλάδα, μόνο στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
ΑΡΙΑ
Η αριά με λατινική ονομασία  Quercus ilex, αείφυλλο είδος με δερματώδη φύλλα.
QUERCUS AUCHERI
Η Quercus aucheri, που απαντάται, στην Ελλάδα, μόνο στα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου.

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ
Η Βαλανίς ή Βάλανος, θεωρούνταν η Νύμφη του δέντρου της βελανιδιάς και μία από τις Αμαδρυάδες νύμφες, κόρες του Όξυλου που ήταν πνεύμα του δάσους και της Αμαδρυάδας. Η βελανιδιά αποτελούσε το ιερό δένδρο του Διός. Για το λόγο αυτό θεωρούνταν ιερό στην αρχαία Μακεδονία και μάλιστα πολλά χρυσά στεφάνια που έχουν βρεθεί και χρησιμοποιούνταν σε τελετές και ως ταφικά κτερίσματα, ήταν στεφάνια βελανιδιάς, με κορυφαίο το στεφάνι βελανιδιάς του Βασιλιά Φιλίππου Β' της Μακεδονίας, που βρέθηκε στον βασιλικό τύμβο των Αιγών, στη σημερινή Βεργίνα. Επίσης η μαντική δρυς θεωρούνταν πως αποτελούσε την κατοικία του Δία στη Δωδώνη. Λόγω της μεγάλης ζωής των αιωνόβιων αυτών δένδρων (μια υγιής βελανιδιά φτάνει μέχρι και τα 1000 χρόνια!), αλλά και λόγω της χρησιμότητας οι λαοί τίμησαν και δόξασαν το δένδρο αυτό στους μύθους και τις θρησκείες τους αφιερώνοντας την δρυ στον κύριο θεό τους. Στην ελληνική μυθολογία οι δρύες αναφέρονται πολύ συχνά. Η βελανιδιά ήταν το ιερό δένδρο των αρχαίων Ελλήνων. 

Το ιερό δένδρο της Γαίας και αργότερα του παντοδύναμου Δία. Η δρυς ήταν δένδρο αφιερωμένο στο θεό του κεραυνού γιατί από παλιά είναι γνωστή η αντοχή του δέντρου στον κεραυνό και ακόμα ίσως η έλξη του. Η δρυς ήταν το ιερό προφητικό δένδρο του Μαντείου της Δωδώνης, του Δωδωνιαίου Δία, του αρχαιότερου μαντείου στον κόσμο. Σχετικά με την ίδρυση του μαντείου της Δωδώνης ο Hρόδοτος (Iστορ. B, 54-57) αναφέρει ότι δύο ιέρειες των Θηβών της Αιγύπτου πουλήθηκαν δούλες, η μια στους Λιβύους και η άλλη στους Θεσπρωτούς. H πρώτη ίδρυσε το μαντείο του Άμμωνος Διός στην όαση Σίουα, η δεύτερη έκτισε, κάτω από μια βελανιδιά που φύτρωσε μόνη της, ένα ιερό του Διός στη Δωδώνη. Αργότερα, αφού έμαθε καλά ελληνικά, έκτισε εκεί και το μαντείο. Kαι να πώς ερμηνεύει την τοπική παράδοση για τη μαύρη περιστερά που λαλούσε ανθρώπινα: η περιστερά δεν είναι άλλη από την Αιγυπτία, που αρχικά μιλούσε «βαρβαρικά», κάτι ακατάληπτο που έμοιαζε με γλώσσα πουλιών, και αργότερα μίλησε «ανθρώπινα», δηλαδή ελληνικά. Οι χρησμοί δίνονταν με την ερμηνεία του θροΐσματος των φύλλων της βελανιδιάς, του κελαρύσματος του νερού στης ιεράς Ναϊου Πηγής, των κρωγμών των ιερών περιστεριών που φώλιαζαν στην Φηγό (βελανιδιά). Γύρω από την Δωδωνιαία δρυ λέγεται ότι οι οι ιερείς του εκτελούσαν το τελετουργικό τους γυμνόποδες, φορώντας μάλλινα, λευκά παντελόνια, σαν σκελέες και γίδινο γιλέκο. Σύμφωνα με το μύθο, από την Ιερά Φηγό του Μαντείου της Δωδώνης που είχε την ικανότητα να προφητεύει το μέλλον, πήρε η θεά Αθηνά το κομμάτι ξύλου που έβαλε στην πλώρη της Αργούς κατά την Αργοναυτική εκστρατεία. 
Δεν είναι τυχαίο ότι ετυμολογικά η λατινική και επιστημονική ονομασία της δρυός, που είναι quercus, σημαίνει ότι από αυτό το δέντρο οι θεοί μπορούν να απαντούν ερωτήσεις (quaere στα λατινικά, queries στα αγγλικά) για το μέλλον. Οι Δρυάδες και οι Αμαδρυάδες ήταν νύμφες του δάσους . Αυτά τα θηλυκά πνεύματα της φύσης πιστεύονταν ότι κατοικούσαν σε δένδρα και δάση και ιδιαίτερα σε βελανιδιές. 

Πολλές ιστορίες και μύθοι για τα πλάσματα αυτά συναντάμε στην ελληνική λαογραφία. Οι άνθρωποι ισχυρίζονταν ότι οι Αμαδρυάδες πέθαιναν ταυτόχρονα με τα δένδρα και τις θεωρούσαν όντα που μπορούσαν να διαδραματίσουν ρόλο μεσάζοντα ανάμεσα στους θεούς. Σε ορισμένες μυθικές παραδόσεις διατηρήθηκε η ανάμνησις Αμαδρυάδων που είχαν παρακαλέσει κάποιον ήρωα για να σώσει το δένδρο τους ή μνημονεύεται η τιμωρία που έπληξε τους ανθρώπους οι οποίοι είχαν κόψει ένα δένδρο, περιφρονώντας τις παρακλήσεις της Νύμφης. 

Τέτοιοι μύθοι είναι του Ροίκου, του Οξύλου και της Δρυόπης. Ο Ροίκος είναι ο ήρωας μιας ερωτικής περιπέτειας με τις Αμαδρυάδες. Υπήρχε μια δρυς, τόσο γέρικη, λέγει ο μύθος, που ήταν έτοιμη να πέσει. Ο Κένταυρος Ροίκος έβαλε τους δούλους του να την στηρίξουν με πασσάλους και να την φροντίσουν. Μ’ αυτή την ενέργεια ο Ροίκος έσωσε την ζωή των Αμαδρυάδων, που η ύπαρξή τους ήταν συνδεδεμένη με την ύπαρξη της βελανιδιάς. 

Για να τον ευχαριστήσουν οι Νύμφες, του πρόσφεραν την αμοιβή που θα ζητούσε. Εκείνος εζήτησε την αγάπη τους και εκείνες δέχθηκαν. Του επέστησαν όμως την προσοχή ότι δεν θα δέχονταν καμμία απιστία από την πλευρά του. Σύνδεσμος ανάμεσά τους ορίσθηκε μία μέλισσα που θα έκανε χρέη αγγελιαφόρου. Μια ημέρα λοιπόν η μέλισσα πήγε να συναντήσει τον Ροίκο για να του μεταφέρη το μήνυμα των Νυμφών. Ο Ροίκος όμως, την στιγμή που τον ευρήκε η μέλισσα, έπαιζε πεσσούς. Απασχολημένος με το παιγνίδι την δέχθηκε πολύ άσχημα. Η μέλισσα τον ετσίμπησε στα μάτια και ο Ροίκος τυφλώθηκε. Η βελανιδιά υπήρξε επίσης το ιερό δένδρο των ελληνικών βασιλικών οίκων της Μακεδονίας, ιστορικά και αρχαιολογικά αποδεδειγμένο αυτό με το πλήθος ευρημάτων τα οποία βρέθηκαν στους βασιλικούς μακεδονικούς τάφους. Τα φύλλα της αποτέλεσαν τις διακοσμήσεις χρυσών στεφάνων και ιδίως του χρυσού στεφανιού του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β΄. Εξάλλου η λέξη δρυίδης (Druid), όπως και η λέξη Δρυιδισμός, δηλαδή το μυστικιστικό τάγμα ιερωμένων της κέλτικης θρησκείας, .προέρχονται από την λέξη δρυ. 

Κατ’ άλλους προέρχεται από την σανσκριτική λέξη druma = βελανιδιά (δρυς), το ιερότερο δέντρο των Δρυίδων ή dru = δέντρο. Η Γαλλική λέξη druiah σημαίνει “σοφός άνθρωπος”. Τέλος η λέξη μπορεί να προέρχεται από τα «dru» και «vid» που σημαίνουν αυτόν που βλέπει καλά, τον οξυδερκή ή μεταφορικά το μάγο. Κατά την Ιρλανδική παράδοση «druid» σημαίνει μάγος. Για του Πέρσες το πνεύμα της νύχτας ή του σκότους ονομάζεται Druh. Στα Ουαλικά, drud σημαίνει “αυτός που εξαγνίζει”. Γενικά Δρυίδης στην Κέλτικη παράδοση σήμαινε “ο σοφός των δέντρων” ή και “σοφός της Βελανιδιάς”. Οι διδασκαλίες των Δρυίδων μοιάζουν πολύ με αυτές του Πυθαγόρα. Δίδασκαν την ύπαρξη μιας μελλοντικής κατάστασης ανταμοιβών και τιμωρίας, την αθανασία της ψυχής και την μετενσάρκωση. 

Οι Δρυΐδες κατά τον εορτασμό του νέου έτους στόλιζαν βελανιδιά. Όλος ο κόσμος ερχόταν στο δάσος και ο αρχιερέας ανέβαινε στο δένδρο και έκοβε με χρυσό κλαδευτήρι κομμάτια δρυ που ονομαζόντουσαν Ιξόν, το οποίο μοίραζαν στον λαό λέγοντας «A gui l’an neuf», δηλαδή «στη Βελανιδιά το Νέο Έτος». επειδή θεωρούσαν τη δρύ ιερή.