Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019

ΦΡΙΤΣ ΣΟΥΜΠΕΡΤ

Ποιος ήταν ο ΦΡΙΤΣ ΣΟΥΜΠΕΡΤ, ο επικεφαλής των γερμανών σφαγέων στο Χορτιάτη της Θεσσαλονίκης το Σεπτέμβριο του 1944? Ας δούμε παρακάτω τι βρήκαμε στο διαδίκτυο για την ζωή και τον θάνατό του.



Φριτς Σούμπερτ / Friedrich Schubert

Ο Φριτς Σούμπερτ (στα γερμανικά :  Friedrich Schubert) γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1897 και πέθανε στης 22 Οκτωβρίου 1947. Ήταν Γερμανός στρατιωτικός, διαβόητος για τα εγκλήματα που διέπραξε κατά τη διάρκεια της κατοχής στην Κρήτη (σε περιοχές των Χανίων και του Ηρακλείου) και στην Μακεδονία. Μεταξύ άλλων ήταν υπεύθυνος για τη δολοφονία 146 κατοίκων στον οικισμό Χορτιάτη στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 και του θανάτου τουλάχιστον 100 κατοίκων των Γιαννιτσών στις 14 Σεπτεμβρίου 1944. Από το καλοκαίρι του 1941, που πρωτοεμφανίστηκε στην Κρήτη, άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες στο νησί σχετικά με την καταγωγή του. Ο Σούμπερτ ήταν γλωσσομαθής και μεταξύ των γλωσσών που μιλούσε ήταν και η τουρκική και καθώς μιλούσε με ηλικιωμένους Μικρασιάτες που ζούσαν στο Ρέθυμνο στα τουρκικά και η φυσιογνωμία του θύμιζε ανατολίτη, οι ντόπιοι του έδωσαν το παρατσούκλι ο "Τούρκος". Σύμφωνα με αναφορά της εφημερίδας "Ριζοσπάστης", στο φύλλο της 17 Δεκεμβρίου 1945, ο Σούμπερτ "...κατάγεται από τη Σμύρνη, αγνώστου πατρός και μητέρας τροτέζας. Παρελήφθη υπό του Γερμανικού κράτους από μικρή ηλικία και εκπαιδεύθηκε ως μηχανικός στα εργοστάσια Κρουπ..." Είχε δε ακουστεί ότι είχε ο ίδιος εκμυστηρευθεί σε Έλληνες ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Πέτρος Κωνσταντινίδης, το οποίο το άλλαξε όταν ήταν νέος και υπό την προστασία του Γερμανού προξένου στη Σμύρνη, στάλθηκε στη Γερμανία για να σπουδάσει. Επιπλέον είχε ακουστεί ότι μετά το τέλος των σπουδών επέστρεψε στη Σμύρνη, υπηρέτησε στον Τουρκικό στρατό και παρασημοφορήθηκε. Λέγεται ότι το παράσημο αυτό σε σχήμα μισοφέγγαρου το φορούσε με υπερηφάνεια. Στην "έκθεση εξαγομένου" των δικαστικών αρχών Θεσσαλονίκης της 17ης Οκτωβρίου του 1945 προτείνεται "όπως ο Γερμανός επιλοχίας Σούμπερτ Φριτς του Άντον ή Κωνσταντινίδης Κωνσταντίνος[...] δικασθή ως εγκληματίας πολέμου". Σήμερα είναι πλέον γνωστό ότι ο Φριτς Σούμπερτ ήταν Γερμανός και γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου του 1897 στο Ντόρτμουντ. Ήταν παντρεμένος και η σύζυγός του το 1950 απευθύνθηκε στις γερμανικές αρχές για να μάθει τι απέγινε ο άντρας της. Το ζευγάρι δεν είχε παιδιά. Ο Σούμπερτ εγγράφηκε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος (NSDAP) το 1934 με αριθμό μητρώου 3397778. Επίσης στα γερμανικά αρχεία της Βέρμαχτ βρέθηκε το στρατιωτικό του μητρώο σχετικά με την υπηρεσία του στην Ελλάδα. Δεν αναφέρεται πουθενά ότι ήταν μέλος της Γκεστάπο. Εν τούτοις, ο Γ. Κ. Κυριακόπουλος αναφέρει ότι ήταν μέλος της Γκεστάπο με το βαθμό του Unterscharführer (Δεκανέα).

Η ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

Ο Σούμπερτ, με το βαθμό του δεκανέα, βρέθηκε στην Κρήτη, και συγκεκριμένα στο Ρέθυμνο όπου έκανε το διερμηνέα του Γερμανού φρούραρχου της πόλης, πιθανόν το καλοκαίρι του 1941. Στα μέσα του επόμενου χρόνου και όντας μέλος της Μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας τοποθετήθηκε επικεφαλής ομάδας Γερμανών και Ελλήνων, της οποίας η βάση ήταν στο χωριό Αυγενική (σήμερα στον νομό Ηρακλείου) και από όπου προέβαιναν σε εκτελέσεις, βασανιστήρια και λεηλασίες στην ευρύτερη περιοχή. Τα εγκλήματα του Σούμπερτ και της ομάδας του προκάλεσαν τις διαμαρτυρίες των κατοίκων προς τις γερμανικές αρχές του Ηρακλείου με αποτέλεσμα ο φρούραρχος, στρατηγός Φρίντριχ-Βίλχελμ Μύλλερ να διατάξει τη σύλληψη του. Τελικά όμως ο Σούμπερτ όχι μόνο αποφυλακίστηκε το φθινόπωρο του 1943, πιθανόν με παρέμβαση του στρατιωτικού διοικητή Κρήτης, στρατηγού Μπρούνο Μπρόιερ, και ενώ είχε παραμείνει στη φυλακή μόλις ένα μήνα, αλλά και προήχθει από τον Μπρόιερ σε επιλοχία. Ο τελευταίος μάλιστα όταν ο πρωτοσύγκελλος Ψαλιδάκης διαμαρτυρήθηκε για την αποφυλάκιση του Σούμπερτ δήλωσε ενθουσιασμένος με το έργο του χαρακτηρίζοντας τον Γερμανό υπαξιωματικό ως έναν από τους καλύτερους του γερμανικού στρατού και δηλώνοντας ότι ήταν απαραίτητος για την ασφάλεια των γερμανικών στρατευμάτων μέσω της τρομοκράτησης των κατοίκων. Την ίδια περίοδο με εντολή του Μπρόιερ ο Φριτς Σούμπερτ συγκρότησε την Καταδιωκτική Ομάδα Σούμπερτ (Jagdkommando Schubert), ένα ειδικό στρατιωτικό σώμα για την καταδίωξη ανταρτών. Στην ομάδα αυτή συμμετείχαν γύρω στα 100 άτομα πολλά από τα οποία ήταν Έλληνες κατάδικοι (πολλοί και για βαριά εγκλήματα-ανθρωποκτονίες κ.λ.π.) που αποφυλακίστηκαν ως αντάλλαγμα για τη συμμετοχή τους στην ομάδα του Σούμπερτ. Οι άνδρες αυτοί αποκλήθηκαν από τους Κρητικούς "Σουμπερίτες". Μέχρι τις αρχές του 1944 η Καταδιωκτική Ομάδα Σούμπερτ προέβη στην εκτέλεση περισσότερων από 200 ανθρώπων σε διάφορα χωριά της Κρήτης: στην Καλή Συκιά, στον Καλλικράτη, στο Μουρί κ.α. Την Πρωτοχρονιά του 1944 μια ομάδα ανταρτών του ΕΛΑΣ που βρισκόταν στο χωριό Μεσκλά δέχθηκε επίθεση από ένα απόσπασμα του Σούμπερτ. Στη διάρκεια της μάχης που επακολούθησε οχτώ μέλη της ομάδας του Σούμπερτ σκοτώθηκαν. Στη συνέχεια η γερμανική διοίκηση αποφάσισε τη διάλυση της Jagdkommando Schubert και ο Σούμπερτ με διαταγή του Μπρόιερ συνελήφθη, κρατήθηκε και χαρακτηρίστηκε ψυχοπαθής και στις 11 Ιανουαρίου του 1944 μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον ίδιο, όταν έφτασε στον Πειραιά κλείστηκε αρχικά στο ψυχιατρείο. Πάντως μαζί με το Σούμπερτ φαίνεται ότι μεταφέρθηκαν στην Αθήνα από την Κρήτη και ορισμένοι από τους άντρες του, γύρω στα 35 άτομα, οι οποίο τελικά, μαζί και με άλλους που στρατολογήθηκαν στην πρωτεύουσα, στάλθηκαν μαζί με το Σούμπερτ στα τέλη Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου στην Μακεδονία.

Η ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Στα τέλη Φεβρουαρίου του 1944 ο Σούμπερτ έφτασε με την ομάδα του, που πλέον απαριθμούσε γύρω στα 50 άτομα, στα Γιαννιτσά. Τα Γιαννιτσά και η γύρω περιοχή είχαν πολύ μεγάλη σημασία για τους Γερμανούς γιατί από εκεί  έλεγχαν τους βασικούς οδικούς και σιδηροδρομικούς άξονες μεσώ των οποίων γινόταν οι τροφοδοσία του στρατού και ο εφοδιασμός του με πολεμοφόδια. Στην πόλη υπήρχε μόνιμη γερμανική φρουρά 100 ανδρών και μια ένοπλη ομάδα Ελλήνων με επικεφαλής τον Κύρο Γραμματικόπουλο, που συνεργαζόταν με τις γερμανικές δυνάμεις και συνέπραξε με τους στρατιώτες του Σούμπερτ. Επίσης ακολούθησαν τον Σούμπερτ και ορισμένοι Μπαφραλήδες δηλαδή τουρκόφωνοι Πόντιοι από χωριά της περιοχής. Από την πρώτη μέρα που εγκαταστάθηκε στα Γιαννιτσά ο Σούμπερτ προχώρησε στη σύλληψη πολιτών τους οποίους διέταξε να τους φυλακίσουν στα υπόγεια του κτιρίου όπου διέμενε και οι οποίοι στη διάρκεια του εγκλεισμού τους υπέστησαν ξυλοδαρμούς και βασανιστήρια. Μέχρι τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς που ο Σούμπερτ έφυγε από τα Γιαννιτσά η ομάδα του προέβη σε εκτελέσεις, συλλήψεις και βασανιστήρια κατοίκων όχι μόνο των Γιαννιτσών αλλά και διάφορων χωριών της περιοχής όπως στο Σανδάλι, στο Ελευθεροχώρι (όπου εκτέλεσαν 14 άτομα μεταξύ των οποίων μια έγκυο) κ.α. Τα εγκλήματα του Σούμπερτ οδήγησαν τη δημοτική αρχή των Γιαννιτσών να ζητήσει από τη γερμανική στρατιωτική διοίκηση την απομάκρυνση του Γερμανού υπαξιωματικού κάτι που έγινε εφικτό τον Απρίλιο του 1944. Από τον Απρίλιο μέχρι το Σεπτέμβριο του 1944 ο Σούμπερτ έδρασε κυρίως σε διάφορες περιοχές της Χαλκιδικής. Πρώτα τοποθετήθηκε στο χωριό Νεα Γωνιά (μέχρι τις αρχές Μαϊου) όπου συνεργάστηκε με γερμανική τοπογραφική υπηρεσία για τον έλεγχο της νοτιοανατολικής ζώνης ασφαλείας της Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια μετατέθηκε στην Νέα Καλλικράτεια μέχρι τα μέσα περίπου του Ιουνίου. Κατά την παραμονή του εκεί η ομάδα του έκανε επιδρομές σε χωριά της περιοχής, όπως στην Κρήνη, στους Ροδοκήπους και στα Πετράλωνα, κατά τις οποίες προχώρησε σε συλλήψεις, βασανιστήρια και εκτελέσεις κατοίκων και εξανάγκασε κάποιους από αυτούς να καταταγούν στο σώμα, απειλώντας πως σε αντίθετη περίπτωση θα κινδύνευαν οι ζωές τους. Οι επιδρομές του Σούμπερτ και των ανδρών του στα διάφορα χωριά συνοδεύονταν από λεηλασίες: έκλεβαν τρόφιμα, ζώα, χρυσαφικά, προίκες κοριτσιών, κρεβάτια, στρώματα, ρούχα, ραπτομηχανές κ.α. Μετά την Νέα Καλλικράτεια ο Σούμπερτ στάλθηκε μέχρι τον Αύγουστο του 1944 στην Νέα Απολλωνία. Η Νέα Απολλωνία βρίσκεται δίπλα στην οδική αρτηρία Θεσσαλονίκης-Καβάλας, κοντά στα στενά της Ρεντίνας. Συχνά αντάρτες του ΕΛΑΣ χρησιμοποιούσαν τις διαβάσεις της περιοχής για να περάσουν από τις βόρειες περιοχές της Μακεδονίας στη Χαλκιδική. Στις 18 Ιουνίου η ομάδα του Σούμπερτ επιτέθηκε στην Μαραθούσα, ένα χωριό νότια της Νέας Απολλωνίας όπου στην περίοδο της κατοχής υπήρχε κέντρο της ΕΤΑ (Επιμελητεία του Αντάρτη) και αρκετοί κάτοικοι του ήταν ενταγμένοι στο ΕΑΜ και στην ΕΠΟΝ και άλλοι είχαν καταταγεί στον ΕΛΑΣ. Διέταξαν όλους τους κατοίκους να συγκεντρωθούν στην πλατεία, όμως στη συνέχεια, δεχόμενοι επίθεση από άντρες του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν στην περιοχή, αναγκάστηκαν να φύγουν. Την επομένη επέστρεψαν στην Μαραθούσα μαζί με βουλγαρικό ιππικό, δολοφόνησαν γύρω στους δέκα κατοίκους και λεηλάτησαν και έκαψαν τουλάχιστον 100 σπίτια του χωριού. Στα μέσα Ιουλίου, ύστερα από την εκτέλεση δύο ανδρών του από αντάρτες, ο Σουμπερτ διέταξε τη σύλληψη 60 κατοίκων από τα γειτονικά χωριά Μεσοπόταμος, Ξηρόρρευμα και Ασπρόχωμα από τους οποίους τελικά εκτελέστηκαν τρεις κάτω από τον πλάτανο του χωριού. Στις 25 Ιουλίου ο Σουμπερτ και η ομάδα του ξεκίνησαν από την Νέα Απολλωνία για τη Θεσσαλονίκη για να συμμετάσχουν μαζί με γερμανικές και βουλγαρικές δυνάμεις σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή Ασβεστοχωρίου-Χορτιάτη, όπου στις 12 Ιουλίου αντάρτες είχαν σκοτώσει δύο στρατιώτες της γερμανικής φρουράς και τραυματίσει άλλους δύο. Δυνάμεις του ΕΛΑΣ που είχαν πληροφορηθεί για την μετακίνηση του Σούμπερτ προς τη Θεσσαλονίκη, του έστησαν ενέδρα κοντά στο χωριό Περιστερώνας, σε ένα σημείο όπου τα υψώματα φτάνουν μέχρι το δρόμο Θεσσαλονίκης-Καβάλας όμως η ενέδρα προδόθηκε, οι αντάρτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και ο Σούμπερτ κατάφερε να φτάσει στο Ασβεστοχώρι. Εκεί, αφού συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους στην πλατεία, τους χώρισαν σε τρεις ομάδες (μια ομάδα οι γυναίκες με τα παιδιά κάτω των 10 ετών, μια δεύτερη οι έφηβοι και μια τρίτη οι ενήλικοι άνδρες), διάλεξαν ορισμένους από αυτούς που τους βασάνισαν σε γειτονικό κτίριο και προέβησαν τουλάχιστον τρεις φορές σε εικονικές εκτελέσεις των υπολοίπων. Στο τέλος εκτέλεσαν 16 ανθρώπους (9 υπαλλήλους του Σανατορίου, 3 ασθενείς και και 4 κατοίκους του χωριού). Επιστρέφοντας στη βάση του ο Σούμπερτ διέταξε τη σύλληψη και το βασανισμό δέκα τουλάχιστον ανδρών από το χωριό προκειμένου να μαρτυρήσουν τους συνδέσμους των ανταρτών αλλά διέταξε και την εκτέλεση κάποιων ανδρών του θεωρώντας τους υπεύθυνους για το γεγονός ότι πληροφορίες για τις κινήσεις του γινόταν γνωστές μέσω κάποιων γυναικών στους αντάρτες. Από τα μέσα Αυγούστου η έδρα του τάγματος του Σούμπερτ μεταφέρθηκε στο Ασβεστοχώρι. Στις 19 Αυγούστου ήταν η σειρά των Νέων Μαλγάρων να γνωρίσουν τη θηριωδία του Σούμπερτ. Πέντε άνθρωποι εκτελέστηκαν εκεί και άλλοι υπέστησαν βασανιστήρια. Στο χωριό Γοργόπη εκτελέστηκαν 12 κάτοικοι και στην Κάρπη λεηλατήθηκαν και κάηκαν περισσότερα από 100 σπίτια. Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 άντρες του Αποσπάσματος Καταδίωξης Ανταρτών του Σούμπερτ, με αφορμή επίθεση ανταρτών αρχικά κατά υπαλλήλων του Οργανισμού Ύδρευσης Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια κατά Γερμανών στρατιωτών που έσπευσαν στην περιοχή, εισέβαλαν στο χωριό Χορτιάτης και δολοφόνησαν 146 κατοίκους. Λίγες μέρες αργότερα (14 Σεπτεμβρίου 1944) στα Γιαννιτσά, σε συνεργασία με άντρες του σώματος του Γεωργίου Πούλου, σκότωσαν με απίστευτη αγριότητα περίπου 100 κατοίκους.

ΔΙΑΦΥΓΗ, ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΣΥΛΛΗΨΗ

Προς τα τέλη του Οκτωβρίου του 1944, και αφού είχε απελευθερωθεί η Αθήνα, ο Σούμπερτ με μερικούς από τους άνδρες του ακολούθησε τα γερμανικά στρατεύματα που αποχωρούσαν από την Ελλάδα και έφτασε στη Βιέννη το Φεβρουάριο του 1945. Τρεις μήνες αργότερα κατέφυγε στο Σβατς που παραδόθηκε στους Αμερικανούς στις 4 Μαΐου. Εκεί ο Σούμπερτ παρουσιάστηκε στους Αμερικανούς στρατιώτες, ισχυρίστηκε ότι το όνομα του ήταν Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης και αφού χαρακτηρίστηκε εκτοπισμένος και κρατήθηκε σε στρατόπεδο με άλλους Έλληνες, στις 5 Σεπτεμβρίου του 1945 "επαναπατρίστηκε" στην Ελλάδα. Το ίδιο όνομα Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης έδωσε και στους αστυνομικούς του αεροδρομίου της Ελευσίνας που όμως δεν πείστηκαν ότι ήταν Έλληνας. Μετά την αποκάλυψη της πραγματικής του ταυτότητας, συνελήφθη και μεταφέρθηκε στις φυλακές Αβέρωφ όπου παρέμεινε μέχρι τη δίκη του από το Ειδικό Στρατοδικείο Εγκληματιών Πολέμου στην Αθήνα.


Η ΔΙΚΗ ΚΑΙ Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ

Στις 28 Ιουλίου του 1947 ξεκίνησε στο Ειδικό Δικαστήριο Εγκληματιών Πολέμου στην Αθήνα η δίκη του Σούμπερτ για εγκλήματα που είχε διαπράξει στη διάρκεια της κατοχής στην Κρήτη και στην Μακεδονία. Μέρος του κατηγορητηρίου είχε ως εξής : «...διότι ενήργησεν άνευ λόγου στρατιωτικής ανάγκης τας πράξεις ταύτας, αίτινες δεν εξυπηρέτουν πολεμικούς σκοπούς, ως είναι ειδικώτερον αι εκτελέσεις αθώων πολιτών και δη γερόντων, γυναικών και παίδων και [...] εκ προμελέτης απεφάσισε και εσκεμμένως εξετέλεσεν ανθρωποκτονίας κατά των κάτοθι αναφερομένων Ελλήνων». Στη διάρκεια της δίκης οι μάρτυρες περιέγραψαν τα εγκλήματα του Σούμπερτ, ένας δε μάρτυρας από τα Γιαννιτσά δήλωσε στην κατάθεσή του: «Αν υπήρχαν δέκα Σούμπερτ δεν θα υπήρχαν Έλληνες σήμερα». Ο Σουμπερτ δήλωσε αθώος, αρνήθηκε να απολογηθεί και ζήτησε να καλέσει από τη Γερμανία δικηγόρους και μάρτυρες υποστηρίζοντας ότι υπό τις παρούσες συνθήκες δεν παρέχονταν εγγυήσεις για την απονομή δικαιοσύνης σε αυτόν. Ισχυρίστηκε επίσης ότι του ήταν δύσκολο να συνεννοηθεί με τους Έλληνες συνηγόρους του λόγω της γλώσσας.

 Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα και τον κάλεσε ξανά να απολογηθεί όμως εκείνος αρνήθηκε και πάλι και δήλωσε ότι θα έκανε αίτηση χάριτος προς το βασιλιά. Τελικά στις 5 Αυγούστου το δικαστήριο τον κήρυξε ένοχο και τον καταδίκασε 27 φορές σε θάνατο, δεκαέξι φορές για τα εγκλήματα στην Κρήτη και εννιά για τα εγκλήματα στην Μακεδονία, μολονότι τα τελευταία ήταν περισσότερα. Η απόφαση αυτή όμως δεν αφορά το σύνολο των εγκλημάτων καθώς ο Σούμπερτ στη δίκη αυτή δεν δικάστηκε για το σύνολο των εγκλημάτων του. Στην απόφαση αυτή δεν αναφέρεται καθόλου το ελληνικό ονοματεπώνυμο. Την 1η Οκτωβρίου ο Σούμπερτ μεταφέρθηκε στις φυλακές Επταπυργίου στη Θεσσαλονίκη για να δικαστεί για αλλά εγκλήματα που είχε τελέσει στην Μακεδονία. Οκτώ ημέρες αργότερα εμφανίστηκε ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου Δωσιλόγων στη Θεσσαλονίκη, μαζί με 9 μέλη της ομάδας του ενώ άλλα 49 επρόκειτο να δικαστούν ερήμην. Τελικά το δικαστήριο δέχτηκε την ένσταση αναρμοδιότητας που κατέθεσαν οι συνήγοροί του επειδή ο Σούμπερτ ήταν Γερμανός πολίτης και ότι μόνο αρμόδιο ήταν το Ειδικό Δικαστήριο Εγκληματιών Πολέμου. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στις φυλακές Επταπυργίου και εκτελέσθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1947, αφού προηγουμένως είχε απορριφθεί η αίτηση χάριτος που είχε υποβάλλει και χωρίς να έχει δικαστεί για όλα τα εγκλήματα που είχε διαπράξει στην Μακεδονία. Σύμφωνα με το "Ριζοσπάστη", οι τελευταίες του λέξεις, τις οποίες απεύθυνε σε καθολικό ιερέα που ήταν επιφορτισμένος να τον μεταλάβει, ήταν οι εξής: "Η Γερμανία ζη και δεν πεθαίνει. Εύχομαι να ξαναγίνει μεγάλη για να μπορέσει να ξεπληρώσει όσα υποφέρει σήμερον”.

ΘΥΣΙΑ ΜΑΡΤΥΡΩΝ 2ας ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1944 / ΧΟΡΤΙΑΤΗΣ



Θα ήταν αδικαιολόγητο, να ασχολούμαστε ταξιδιωτικά και ιστορικά με την περιοχή του όρους Χορτιάτη και να μην αφιερώσουμε μία ανάρτηση στην ηρωική θυσία των κατοίκων της την 2α Σεπτεμβρίου του 1944. Ας δούμε τι έγινε τότε σε αυτό το πραγματικά ηρωικό χωρίο στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης.
Η Σφαγή του Χορτιάτη ήταν η δολοφονία 146 κατοίκων ή 147 (147 ονόματα υπάρχουν στο μνημείο για τα θύματα της σφαγής) της κωμόπολης του Χορτιάτη, που βρίσκεται μερικά χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 από τα Τάγματα Ασφαλείας με την κάλυψη άτακτων τμημάτων του Φριτς Σούμπερτ της Βέρμαχτ. Τι συνέβη ακριβώς? Το πρωί της 2ας Σεπτεμβρίου 1944, μια διμοιρία του ΕΛΑΣ με επικεφαλής τον Βάιο Ρικούδη, που ανήκε στον λόχο του Αντώνη Καζάκου (Καπετάν Φλωριά), χτύπησε στη θέση «Καμάρα», έξω από στο χωριό Χορτιάτης, δύο αυτοκίνητα που κατευθύνονταν στο χωριό. Πρώτα χτυπήθηκε ένα αυτοκίνητο που ανήκε στον Οργανισμό Ύδρευσης Θεσσαλονίκης και λίγο αργότερα ένα γερμανικό αυτοκίνητο, που ακολουθούσε. Για τον αριθμό των επιβαινόντων στα δύο αυτοκίνητα, την εθνικότητά τους και τον αριθμό νεκρών και τραυματιών υπάρχουν διάφορες εκδοχές: Κατά μια εκδοχή στο πρώτο αυτοκίνητο επέβαιναν τουλάχιστον 3 ή 4 Έλληνες, υπάλληλοι του Οργανισμού, που πήγαιναν στον Χορτιάτη για την απολύμανση της δεξαμενής του υδραγωγείου, από το οποίο έπαιρνε νερό ένα μεγάλο μέρος της Θεσσαλονίκης, και την χλωρίωση του νερού. Ο Ιωάννης Ταμιωλάκης, ανώτερος υπάλληλος του Ο.Υ.Θ, αναφέρει στο βιβλίο του «Η ιστορία της ύδρευσης της Θεσσαλονίκης», ότι στο αυτοκίνητο του Οργανισμού επέβαιναν πέντε Έλληνες: ο εργοδηγός Σιδερίδης, τρεις τεχνίτες και ο Αλ. Σωτηρχόπουλος που ήταν υπεύθυνος για τη χλωρίωση του νερού. Όσον αφορά το δεύτερο αυτοκίνητο, που ήταν Γερμανικό υπάρχουν οι εξής εκδοχές: σ’ αυτό επέβαιναν:
  1. τρεις Γερμανοί και δυο Έλληνες, ο ένας εργοδηγός και ο άλλος υπάλληλος του Ο.Υ.Θ
  2. δύο άνδρες της Στρατιωτικής Αστυνομίας (Γκεστάπο), ένας Αυστριακός χημικός και δύο Έλληνες, υπάλληλοι του Ο.Υ.Θ, ο Α. Σωτηρχόπουλος και ο Γ. Τρώντσιος
  3. ο αυστριακός χημικός, ένα αξιωματικός της Γκεστάπο, δύο στρατιώτες και ο οδηγός.

Ο Κώστας Πασχαλούδης, που ήταν καθοδηγητής της λεγόμενης «Υποδειγματικής Ομάδας της Νεολαίας της ΕΠΟΝ», που αποτελούσε μέρος του λόχου του καπετάν Φλωριά, ανέφερε τρεις Γερμανούς, μέλη της Γκεστάπο. Από την επίθεση των ανταρτών στο πρώτο αυτοκίνητο τραυματίστηκαν ο οδηγός Κλεάνθης Τερζόπουλος και ο εργοδηγός Γεώργιος Σιδερίδης, ο οποίος αργότερα υπέκυψε στα τραύματά του. Ο Ταμιωλάκης αναφέρει ότι σκοτώθηκε και ο οδηγός. Από την επίθεση στο γερμανικό αυτοκίνητο (κατά την οποία οι επιβαίνοντες ανταπάντησαν στα πυρά) υπήρξε ένας νεκρός (πιθανόν ο Αυστριακός χημικός). Οι αντάρτες έπιασαν έναν από τους Γερμανούς που επέβαιναν στο αυτοκίνητο (υπάρχει και η εκδοχή ότι παραδόθηκε ο ίδιος) ενώ ο άλλος που ίσως και αυτός είχε τραυματιστεί, κατάφερε να διαφύγει και έφτασε στο Ασβεστοχώρι όπου ειδοποίησε τις γερμανικές αρχές. Υπάρχει και η εκδοχή ότι οι τραυματίες Γερμανοί που κατάφεραν να ξεφύγουν ήταν δυο.  Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, από την επίθεση στο δεύτερο αυτοκίνητο δεν υπήρχαν νεκροί αλλά μόνο δύο Γερμανοί τραυματίες εκ των οποίων ο ένας, μαζί με τον τρίτο Γερμανό που δεν είχε τραυματιστεί, μπόρεσε να διαφύγει και να φτάσει στο Ασβεστοχώρι. Κατά τον Ταμιωλάκη, από την επίθεση στο δεύτερο αυτοκίνητο σκοτώθηκε ο χημικός, τραυματίστηκε ένας από τους Γερμανούς, που κατάφερε να ξεφύγει και να ειδοποιήσει τις γερμανικές αρχές. Επίσης αναφέρει ότι οι Γερμανοί που αιχμαλωτίστηκαν από τους αντάρτες εκτελέστηκαν. Μετά τις δύο αυτές επιθέσεις των ανταρτών οι κάτοικοι του Χορτιάτη ζήτησαν τη συμβουλή του Καζάκου ως προς το αν έπρεπε να φύγουν από το χωριό, φοβούμενοι αντίποινα των Γερμανών, εκείνος όμως τους καθησύχασε, διαβεβαιώνοντας τους ότι δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα.

Μα και ο πρόεδρος Χρήστος Μπατάτσιος, που εκτιμά ότι μετά τις εξηγήσεις που θα έδινε δεν θα υπήρχαν επιπτώσεις για το χωριό, στηριζόμενος στην πεποίθηση του πως θα βοηθούσε η καλή σχέση που είχε οικοδομήσει με τον Γερμανό διοικητή, τον οποίο συστηματικά προμήθευε με καυσόξυλα, ζωντανά κλπ. Έτσι η πλειοψηφία των κατοίκων που ήταν τότε στο χωριό παρέμειναν στα σπίτια τους (ήταν κυρίως γυναικόπαιδα, καθώς οι περισσότεροι από τους άντρες είχαν φύγει από νωρίς για να πάνε στις δουλειές τους). Έπειτα οι αντάρτες έφυγαν προς το Λιβάδι και τα Πετροκέρασα, παίρνοντας μαζί τους τους αιχμαλώτους. Λίγο αργότερα, έφτασαν στο Χορτιάτη περίπου είκοσι φορτηγά με Γερμανούς στρατιώτες και άντρες του Αποσπάσματος Καταδίωξης Ανταρτών του Φριτς Σούμπερτ (Jagdkommando Schubert) και περικύκλωσαν το χωριό. Αφού συγκέντρωσαν στην κεντρική πλατεία του χωριού τους κατοίκους που βρήκαν, άρχισαν να λεηλατούν και να πυρπολούν τα σπίτια. Ο ιερέας του χωριού Δημήτρης Τομαράς, περιστοιχισμένος από δεκάδες άτομα, σπεύδει να μεσολαβήσει, όμως επί ματαίω. Λίγο αργότερα ο μακεδονομάχος παπάς αναγκάζεται να παρακολουθήσει το βασανισμό και την ατίμωση των δύο θυγατέρων του και εν συνεχεία βασανίζεται και αυτός και δολοφονείται. 

Ανάλογη τύχη έχει και η προσπάθεια του προέδρου, ο οποίος πλησιάζει τον επικεφαλής και την ώρα που τείνει το χέρι για να τον χαιρετήσει, αυτός τον τραυματίζει με μαχαίρι, με αποτέλεσμα να λιποθυμήσει από την αιμορραγία. Ο πρόεδρος θα καεί στη συνέχεια με την οικογένειά του στο φούρνο του Γκουραμάνη.  Το χωριό καίγεται και σι Γερμανοί και σι ταγματασφαλίτες ξεσπούν σε παράφορες βιαιότητες. Πυροβολούν εν ψυχρώ ανήμπορους ηλικιωμένους, αρπάζουν νήπια από τις αγκαλιές των μητέρων τους και τα σκοτώνουν με αποτρόπαιη βαρβαρότητα -χτυπώντας τα στους τοίχους ή πατώντας με τις αρβύλες τα κεφάλια τους- κακοποιούν γυναίκες, κόβουν δάχτυλα με τα μαχαίρια τους για να αρπάξουν δαχτυλίδια. Δείχνουν μάλιστα να το διασκεδάζουν… Πίνουν και γελούν σαν σε πανηγύρι.  Οι σκηνές που εκτυλίσσονται δεν μπορούν να περιγραφούν. Σύμφωνα με μαρτυρίες μια γυναίκα δεμένη σε ένα δέντρο αναγκάζεται να παρακολουθήσει το διαδοχικό βιασμό και εν συνεχεία τη δολοφονία (με το μαρτυρικό παλούκωμα) της νεαρής κόρης της και εν συνεχεία δολοφονείται και αυτή. 

Σε μια άκρη του χωριού εκτελούν μια μητέρα με το μωρό της στην αγκαλιά το οποίο και μετά το θάνατο της θα εξακολουθήσει να θηλάζει τη νεκρή του μητέρα. Οι δολοφόνοι στέκονται από πάνω και γελούν. Ο τόπος γεμίζει με πτώματα, κραυγές και αναφιλητά. Στη συνέχεια οδήγησαν τους κατοίκους που βρισκόταν στην πλατεία στο σπίτι του Ευάγγελου Νταμπούδη και τους έκαψαν ζωντανούς ενώ όσους βρισκόταν μπροστά στο καφενείο της πλατείας τους έκλεισαν στο φούρνο του Στέφανου Γκουραμάνη. Κατά την μεταφορά τους στο φούρνο του Γκουραμάνη ένας από τους άντρες του Σούμπερτ έπαιζε ένα χαρούμενο σκοπό στο βιολί. Αφού τους έκλεισαν στον φούρνο οι άντρες του Σούμπερτ έστησαν ένα πολυβόλο και άρχισαν να τους πυροβολούν από ένα μικρό παραθυράκι της πόρτας. Κατόπιν έβαλαν φωτιά για να κάψουν ζωντανούς όσους δεν είχαν σκοτωθεί από τις ριπές του πολυβόλου. Από τους εγκλωβισμένους όσοι προσπάθησαν να διαφύγουν από το κτίριο που καιγόταν μαχαιρώθηκαν από τους στρατιώτες που περίμεναν έξω. Μόνο δύο άνθρωποι κατάφεραν να γλυτώσουν από το φούρνο του Γκουραμάνη. Οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες, που θα τους ξεπεράσουν σε βιαιότητα και απανθρωπιά, δεν θα αποχωρήσουν παρά αργά το απόγευμα και αφού βεβαιωθούν ότι κανείς δεν έχει γλιτώσει της εκδικητικής τους μανίας, ότι δεν έχει απομείνει τίποτα να καεί και να λεηλατηθεί. Δεν θα χορτάσουν όμως να σκοτώνουν. Κατηφορίζοντας από το κατεστραμμένο χωριό θα συναντήσουν στο δρόμο τον 20χρονο Βάιο Νταμπούδη, ο οποίος επέστρεφε από τη Θεσσαλονίκη προς το σανατόριο Ασβεστοχωρίου για να επισκεφθεί τον εκεί νοσηλευόμενο ασθενή πατέρα του. Τον συλλαμβάνουν και τον εκτελούν και αυτόν, αναίτια και εν ψυχρώ. 

Μόνο επειδή ήταν από τον Χορτιάτη. Εκτός από τους κατοίκους που δολοφονήθηκαν στα δύο προαναφερθέντα σημεία του χωριού, άλλοι δολοφονήθηκαν έξω από τα σπίτια τους και έντεκα καταδιώχθηκαν και εκτελέστηκαν έξω από το χωριό ενώ προσπαθούσαν να διαφύγουν. 

Επίσης γυναίκες κάτοικοι του Χορτιάτη έπεσαν θύματα βιασμού πριν δολοφονηθούν από τους άντρες του Σούμπερτ. Συνολικά σκοτώθηκαν εκείνη την μέρα 149 κάτοικοι του Χορτιάτη, ανάμεσα τους 109 γυναίκες και κορίτσια και κάηκαν περίπου 300 σπίτια. Εξ αιτίας του φόβου ότι οι Γερμανοί θα επέστρεφαν αλλά και της δυσοσμίας από τα καμένα πτώματα που είχαν μείνει άταφα, οι κάτοικοι που κατάφεραν να σωθούν επέστρεψαν αρκετές μέρες αργότερα στο χωριό. Στις 4 Σεπτεμβρίου οι άντρες του Σούμπερτ επέστρεψαν για να ολοκληρώσουν την λεηλασία των σπιτιών που είχαν ξεκινήσει δυο μέρες πριν. Εκπρόσωποι του Ερυθρού Σταυρού έμαθαν για τη σφαγή του Χορτιάτη στις 5 Σεπτεμβρίου και κατάφεραν να εξασφαλίσουν άδεια για να μπουν στο χωριό μόλις στις 7 Σεπτεμβρίου. Ο Φριτς Σούμπερτ μετά τον πόλεμο δικάστηκε και εκτελέστηκε στην Αθήνα. Το 1960 στήθηκε μνημείο για την σφαγή στο κέντρο της κωμόπολης του Χορτιάτη και το 1998 ονομάστηκε «μαρτυρική» με το υπ. αριθμ. 399 Προεδρικό Διάταγμα. Οι πρωταγωνιστές από την πλευρά του ΕΛΑΣ, Βάιος Ρικούδης και Αντώνιος Καζάκος προσπάθησαν μεταπολεμικά να δικαιολογήσουν τη σκοπιμότητα της ενέδρας. Ο Ρικούδης υποστήριξε ότι η ενέδρα και επίθεση αποσκοπούσε να προστατευθούν οι περιουσίες των κατοίκων καθώς είχαν πληροφορίες ότι οι Γερμανοί θα πήγαιναν να αρπάξουν όλα τους τα ζώα. Επίσης υποστήριξε ότι όταν έφθασαν οι άντρες του Σούμπερτ στο χωριό η ομάδα του τους χτύπησε για να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος στους κατοίκους ώστε να προλάβουν να απομακρυνθούν. Τέλος ανέφερε ότι φεύγοντας πήραν μαζί τους τους περισσότερους από τους κατοίκους και ότι λίγοι έμειναν πίσω πιστεύοντας ότι δε θα τους πειράξουν οι Γερμανοί. Τα ίδια υποστήριξε και ο Καζάκος και επιπλέον ισχυρίστηκε ότι ποτέ δεν είπε στους κατοίκους να μη φύγουν. Πάντως σύμφωνα με την εφημερίδα Νέα Αλήθεια, ο Καζάκος φέρεται να είπε στους κατοίκους, μετά την επίθεση στα αυτοκίνητα του Οργανισμού Ύδρευσης Θεσσαλονίκης, όταν εκείνοι τον ρώτησαν αν έπρεπε να φύγουν: "Δεν πρέπει να φοβάστε πια. Εδώ τώρα είναι ελεύθερη Ελλάδα και κανένας Γερμανός δεν πρόκειται να βάλει το πόδι του ποτέ. Θά 'ρθει μάλιστα από ώρα σε ώρα και 12 χιλιάδες στρατός".
Ακολουθεί απόσπασμα από τη μαρτυρία της 10χρονης τότε Ελένης Νανακούδη:
«…Μας οδήγησαν μέσα στο φούρνο… έρχεται μετά ένας ταγματασφαλίτης και στήνει ένα οπλοπολυβόλο στην πόρτα. …
Άρχισε να πυροβολεί επάνω μας και να μας βρίζει με χυδαία λόγια… Έριξε μετά μια εμπρηστική σκόνη και ξερά χόρτα για να καούμε καλλίτερα… Γύρισα και είδα τη Μαρίκα του Θεοφάνη με τα μυαλά πεταγμένα από σφαίρα.
Η μάνα μου σκοτωμένη, αλλά και η αδελφή μου, που η σφαίρα τη βρήκε στο κεφάλι, βγήκε και σφηνώθηκε στην αριστερή μου παλάμη. Δύο σφαίρες με είχανε βρει και στα δύο μου γόνατα. Αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα ακόμη… τότε είδα ζωντανή τη Σοφία, του Παναγιώτη του Αγγελινούδη τη γυναίκα, με το μωρό στην αγκαλιά να κατεβαίνει τη σκάλα. Πήγα κοντά της, πιάστηκα από τη φούστα της και κατεβήκαμε μαζί. Ο φούρνος καιγότανε από παντού… Κάτω ήταν όλες σκοτωμένες κα πατούσαμε στα πτώματα. Είχαμε βουτηχτεί στο αίμα! Ακόμη δεν είχα πάρει είδηση ότι είχα τραυματισθεί στα δύο πόδια και στο χέρι.
Ο τρόμος γύρω δεν με άφηνε να σκεφτώ τίποτα. Δεν προλάβαμε να κατεβούμε κάτω και εμφανίστηκε στην εξώπορτα ένας ταγματασφαλίτης και με μαχαίρι έκοψε το λαιμό της Σοφίας. Εγώ ήμουνα πίσω της και έτσι χωρίς να με πάρει είδηση τρύπωσα κάτω από έναν πάγκο… Σε λίγο βγήκα έξω, η φωτιά έκαιγε τα πάντα. Εκεί είδα καμιά δεκαριά σκοτωμένους.
Έπεσα επάνω τους. Εκεί ήταν και η Τερψιχόρη, η γυναίκα του Γρηγόρη του Λασκαρίδη σκοτωμένη και θήλαζε το παιδί της!
Το αίμα της πεταγότανε σαν βρύση και με έλουζε ολόκληρη. Το μωρό βύζαινε και έκλαιγε μαζί. Όμως δεν τολμούσα να το ησυχάσω. Έπρεπε να κάνω κι εγώ την σκοτωμένη. Σε λίγο ήρθανε 3-4 ταγματασφαλήτες και γελάγανε με το μωρό που βύζαινε και έκλαιγε. Εγώ μπρούμυτα. Μου ρίχνουνε μια κλωτσιά στα πλευρά να δουν αν ζούσα. Εγώ τσιμουδιά… Μπορεί στη στοίβα να ήταν και άλλοι ζωντανοί».
Ο τότε αντάρτης και μετέπειτα εικαστικός, Γιώργος Φαρσακίδης, γράφει μεταξύ άλλων στο βιβλίο του «Αναζητώντας την Ιθάκη…»:

«Στις 2 Σεπτέμβρη 1944, δύο δεκαοχτάχρονοι μαχητές του ΕΛΑΣ, ο γράφων και ο Σταύρος Δήμου (Σταύρακας) κατόπιν εντολής του καπετάν Χορτιάτη, ξαναστήσαμε ενέδρα στο Ρωμαϊκό Υδραγωγείο και χτυπήσαμε γερμανικό αυτοκίνητο, προπομπό φάλαγγας αυτοκινήτων που θα εκτελούσαν την προσχεδιασμένη σφαγή στο Χορτιάτη. Ο οδηγός του αυτοκινήτου τραυματίστηκε βαριά, όμως οι άλλοι δύο Γερμανοί, ύστερα από ανταλλαγή πυρών, κατάφεραν να διαφύγουν. Εμείς στείλαμε τον τραυματία για περίθαλψη και κάψαμε το αυτοκίνητο. Το χτύπημα του αναγνωριστικού αυτοκινήτου αποδείχτηκε σωτήριο για εκατοντάδες κατοίκους του χωριού, οι οποίοι, υπακούοντας στις προτροπές της οργάνωσης, κατάφεραν να διαφύγουν. Τα πάνω από εκατόν σαράντα πέντε άτομα, κυρίως γυναικόπαιδα, που παρέμειναν στο χωριό, δίνοντας πίστη στα λόγια του ιερέα και του προέδρου, που διατηρούσαν ’’καλές σχέσεις’’ με τους Γερμανούς, σφαγιάστηκαν ή κάηκαν ζωντανοί.(…) Το ολοκαύτωμα, ως συμβάν, απουσιάζει τόσο από τα γερμανικά όσο και από τα βρετανικά αρχεία. Κι αναρωτιέται κανείς, για να συγκαλύψει άραγε ποιους μεγαλόσχημους συνεργούς εγκλημάτων πολέμου, ποιες πολιτικές ατιμίες και προδοσίες, έχει διαγραφεί αυτή η σελίδα; (Όπως είναι γνωστό, ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Κουρτ Βαλτχάιμ είχε υπηρετήσει στο Γερμανικό Αρχηγείο Βορείου Ελλάδος ως αξιωματικός πληροφοριών)».