Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ο ΠΟΛΙΟΥΧΟΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΣΤΟ ΕΞΩΚΛΗΣΙ ΣΤΟ ΚΑΛΟΓΕΡΙΚΟ ΟΡΟΣ


Περπατώντας στο διάσελο μεταξύ Καλογερικού και Προφήτη Ηλία στην ευρύτερη ορεινή περιοχή πίσω από τα Βασιλικά συναντάμε το όμορφο εξωκλήσι του Αγίου Δημητρίου. Βλέποντας το εξωκλήσι αλλά και γνωρίζοντας ότι πολιούχος της πόλης στην οποία ζούμε αλλά και σας γνωρίζουμε τις ορεινές περιοχές και την ύπαιθρο γύρω από αυτήν σκεφθήκαμε να σας κάνουμε μία μικρή ανάρτηση με την πλούσια βιογραφία του Αγίου ο οποίος είναι προστάτης της Θεσσαλονίκης, του Αγίου Δημητρίου.
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Ο Άγιος Δημήτριος (280 - 306) είναι άγιος της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και πολιούχος της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τα αγιολογικά κείμενα, ο Δημήτριος έζησε και μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη επί Διοκλητιανού. Ο Δημήτριος ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας στη Θεσσαλονίκη. Σύντομα ανελίχθηκε στις βαθμίδες του Ρωμαϊκού στρατού με αποτέλεσμα σε ηλικία 22 ετών να φέρει το βαθμό του χιλιάρχου. 

Ως αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού κάτω από τη διοίκηση του Τετράρχη (και έπειτα αυτοκράτορα) Γαλερίου Μαξιμιανού, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός, έγινε χριστιανός και φυλακίστηκε στην Θεσσαλονίκη το 303 μ.Χ., διότι αγνόησε το διάταγμα του αυτοκράτορα Διοκλητιανού «περί αρνήσεως του χριστιανισμού». Μάλιστα λίγο νωρίτερα είχε ιδρύσει κύκλο νέων προς μελέτη της Αγίας Γραφής. Λόγω προβλημάτων της αγιολογικής παράδοσης, για τις απαρχές και την προέλευση της λατρείας του έχουν διατυπωθεί από το 19ο αιώνα διάφορες θεωρίες, επικρατέστερη των οποίων μεταξύ των μελετητών είναι ότι δεν υπήρξε Δημήτριος που μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη, αλλά η λατρεία του προέρχεται από το Σίρμιο της Παννονίας. Σημαντικό κέντρο της λατρείας του είναι η Θεσσαλονίκη, όπου τιμάται από την πρωτοχριστιανική περίοδο και έχει ανεγερθεί βασιλική προς τιμήν του. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους τιμώταν ως θαυματουργός προστάτης της πόλης από εχθρούς πολιορκητές της και κατά την εορτή του πραγματοποιούνταν θρησκευτική και εμπορική πανήγυρις, τα Δημήτρια, που αναβίωσαν τη δεκαετία του 1960 ως πολιτιστική διοργάνωση. Είναι ένας από τους λαοφιλέστερους αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που εορτάζει τη μνήμη του στις 26 Οκτωβρίου.

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Σύμφωνα με την αγιολογική παράδοση, ο Άγιος Δημήτριος μαρτύρησε επί Διοκλητιανού όταν με την παρακίνηση του Γαλέριου, μέλους της Τετραρχίας, έλαβε χώρα ο πιο σκληρός διωγμός των Χριστιανών στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Στρατιώτες του Γαλέριου συνέλαβαν τον «μακαριότατο Δημήτριο εκ γένους των περιδόξων» με την κατηγορία ότι συμμετείχε ενεργά στις χριστιανικές συγκεντρώσεις. Ανώνυμος Συναξαριστής πληροφορεί για τη δράση του Αγίου Δημητρίου, αποδίδοντάς του τον τίτλο του «υπάτου» μεταξύ των χριστιανών της Θεσσαλονίκης. Ο Δημήτριος προσευχόταν στις συγκεντρώσεις στη Χαλκευτική στοά της Ρωμαϊκής Αγοράς της Θεσσαλονίκης και ενίσχυε τους οικονομικά ανήμπορους συμπολίτες του. Δημώδες μεταβυζαντινό κείμενο για το «Μαρτύριον του Αγίου Ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλήτου» περιγράφει τη βαθιά θρησκευτική κατάνυξη που επικρατούσε στο ακροατήριο του Δημητρίου. Οι «Δημεγέρτες» πρόδωσαν τον Δημήτριο στο Γαλέριο ο οποίος διέταξε να συλληφθεί και να κλειστεί στις υπόγειες «καμάρες» παρά του σταδίου που γειτόνευε με το δημόσιο λουτρό. Σύμφωνα με τα αγιολογικά κείμενα ο Δημήτριος κρατήθηκε έγκλειστος «περ τν καμίνων καμάρας», δηλαδή στα προπνιγεία του ρωμαϊκού λουτρού. Στη φυλακή ήταν και ένας νεαρός χριστιανός ο Νέστορας, ο οποίος θα αντιμετώπιζε σε μονομαχία τον φοβερό μονομάχο της εποχής Λυαίο. Ο νεαρός χριστιανός πριν τη μονομαχία επισκέφθηκε τον Δημήτριο και ζήτησε τη βοήθειά του. Ο Άγιος Δημήτριος του έδωσε την ευχή του και το αποτέλεσμα ήταν ο Νέστορας να νικήσει το Λυαίο και να προκαλέσει την οργή του αυτοκράτορα. Διατάχθηκε τότε να θανατωθούν και οι δύο, Νέστορας και Δημήτριος. Αφού ο Νέστορας κατανίκησε τον Λυαίο, θανατώθηκε από τον Γαλέριο που θεώρησε την ήττα του Λυαίου ως προσωπική του ήττα. Όταν πληροφορήθηκε ότι ο Νέστορας ήταν μαθητής του Δημητρίου, διέταξε να φέρουν τον Δημήτριο μπροστά του για να αποκηρύξει την πίστη του. 

Τελικά ο Δημήτριος, με διαταγή του Γαλέριου, θανατώθηκε στις υπόγειες φυλακές πιθανότατα το 306 μ.Χ. Μετά τον θάνατό του, πιστοί τον έθαψαν την ίδια ή την επόμενη νύχτα πρόχειρα στον ίδιο χώρο, όπου αργότερα κτίστηκε ένας «οικίσκος» που κατεδαφίσθηκε από τον Λεόντιο για την ανέγερση της βασιλικής. Οι συγγραφείς εγκωμίων του Αγίου Δημητρίου, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Γρηγόριος ο Παλαμάς και Δημήτριος Χρυσολωράς, αναφέρουν ότι το σώμα του Αγίου ετάφη στον τόπο του μαρτυρίου, ο δε τάφος μετεβλήθη σε βαθύ φρέαρ που ανέβλυζε μύρο, εξ ου και η προσωνυμία του Μυροβλήτου. Οι απαρχές της λατρείας του Αγίου Δημητρίου δεν είναι γνωστές με βεβαιότητα, καθώς, ενώ η αγιολογική παράδοση χρονολογεί το μαρτύριό του την εποχή του διωγμού των Χριστιανών επί Διοκλητιανού, την πρώτη δεκαετία του 4ου αιώνα, το πιο πρώιμο βέβαιο στοιχείο της λατρείας του, η ανέγερση της πεντάκλιτης βασιλικής προς τιμήν του στη Θεσσαλονίκη,χρονολογείται από τα μέσα του 5ου ως το πρώτο τέταρτο του 6ου μ.Χ. αι. Ακόμη, από τα μαρτυρολόγια του 4ου και του 5ου αιώνα απουσιάζει η αναφορά σε λατρεία ή μαρτύριο κάποιου Δημήτριου στη Θεσσαλονίκη. Οι περισσότεροι μελετητές αμφισβητούν την ιστορικότητα των βιογραφικών πληροφοριών των αγιολογικών κειμένων και συμφωνούν ότι δεν υπήρξε Δημήτριος που μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη, αλλά η λατρεία του προέρχεται από το Σίρμιο, ακολουθώντας την υπόθεση που διατύπωσε ο Βέλγος Βολλανδιστής Ιππόλυτος Ντελεαί. Ο Ντελεαί παρατήρησε ότι σε αντίθεση με την απουσία αναφοράς μάρτυρος Δημητρίου από τη Θεσσαλονίκη, στο Ιερωνυμιακό Μαρτυρολόγιο καταγράφεται το μαρτύριο «in Sirmia Demetri diaconi» (ελλην.: στο Σίρμιο του Δημητρίου του διακόνου), ενώ και στο Συριακό Μαρτυρολόγιο -η συγγραφή του οποίου χρονολογείται στο 411 και στηρίζεται σε ένα ελληνικό μαρτυρολόγιο περίπου του 362 από τη Νικομήδεια και, επομένως, προηγείται της πιο πρώιμης πιθανής χρονολογίας ανέγερσης βασιλικής προς τιμήν του Δημητρίου στο Σίρμιο από τον Λεόντιο- αναφέρεται ο «ν Σιρμί Δημήτριος» που εορταζόταν στις 9 Απριλίου. Η υπόθεση αυτή παρέχει εξήγηση για την ύπαρξη χώρου λατρείας του μάρτυρα εντός των τειχών της πόλης, όπου απαγορεύονταν οι ταφές κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, και για τις δηλώσεις άγνοιας επισκόπων Θεσσαλονίκης σχετικά με την τοποθεσία των λειψάνων του αγίου τον 6ο και τον 7ο αιώνα, όπως και την ύπαρξη ενός οραρίου μεταξύ των κειμηλίων του αγίου, ενδύματος διακόνων, ιδιότητα που είχε ο Δημήτριος του Σιρμίου.
Σύμφωνα με τον κλασικιστή Michael Vickers, η μεταφορά της λατρείας του αγίου συνέβη μαζί με τη μεταφορά της έδρας της επαρχίας Ιλλυρικού από το Σίρμιο στη Θεσσαλονίκη, μετά την καταστροφή του Σιρμίου από τους Ούννους του Αττίλα το 441. Κατά το Vickers, η μνήμη του αγίου μεταφέρθηκε τότε στις 26 Οκτωβρίου ως ημέρα μετακομιδής των κειμηλίων του. Μελετώντας τη διάδοση της λατρείας ιλλυρικών και παννονικών αγίων, ο μεσαιωνολόγος Peter Tóth καταλήγει ότι εκκινώντας από το Σίρμιο η προσκύνηση του Δημητρίου είχε ήδη εξαπλωθεί το τέλος του 4ου αιώνα, μάλλον και στη Θεσσαλονίκη, και ότι όταν, χρόνια μετά την άλωση του Σιρμίου το 441, κτίστηκε η βασιλική του Αγίου Δημητρίου στις αρχές του 6ου αιώνα, είχε λησμονηθεί η καταγωγή της λατρείας του, όπως συνέβη και με άλλους παννονικής προέλευσης αγίους, με αποτέλεσμα ο Δημήτριος να θεωρηθεί Θεσσαλονικέας, θεώρηση που αποτυπώθηκε στο πρώτο μαρτυρολόγιο (την Passio prima) σύμφωνα με τον Tóth, οι αναφορές στο Σίρμιο συμπεριλήφθηκαν στο δεύτερο μαρτυρολόγιο (την Passio altera) συνεπεία της ενσωμάτωσης στη θεσσαλονίκεια παράδοση εκείνης των κατοίκων του Σιρμίου που προσέφυγαν στη Θεσσαλονίκη μετά την κατάληψή του από τους Αβάρους το 582. Έλληνες μελετητές έχουν επιχειρηματολογήσει υπέρ της εντοπιότητας της προσκύνησης του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη απορρίπτοντας τη θεωρία περί προέλευσής της από το Σίρμιο. Παραδείγματος χάριν, σε άρθρο του 1976 ο βυζαντινολόγος Γεώργιος Θεοχαρίδης απέρριψε την ερμηνεία του Vickers, αναφερόμενος στις Νεαρές του Ιουστινιανού, όπου αναφέρεται ότι ο έπαρχος του Ιλλυρικού την περίοδο εκείνη ονομαζόταν Apraemius και όχι Λεόντιος, όπως ονομάζεται ο praefectus των αγιολογιών. 
Ο Δημήτριος Σκέδρος αμφισβητεί την πληρότητα των καταλόγων των πρώιμων μαρτυρολογίων από τα οποία απουσιάζει η αναφορά σε Θεσσαλονικέα μάρτυρα Δημήτριο και εισηγείται ότι υπήρξαν δύο Δημήτριοι, ένας που μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη και ένας διάκονος που μαρτύρησε στο Σίρμιο, η λατρεία των οποίων συγχωνεύθηκε μετά την παύση προσκύνησης του δεύτερου, όταν το Σίρμιο καταλήφθηκε από τους Ούννους το 441. O Σκέδρος ταυτίζει τον έπαρχο Λεόντιο των Μαρτυρολογίων με τον έπαρχο Ιλλυρικού του έτους 412/13 που καταγράφεται στον Θεοδοσιανό Κώδικα, τον οποίο συνδέει με την ανοικοδόμηση μιας τρίκλιτης βασιλικής στον χώρο όπου αργότερα ανεγέρθηκε η πεντάκλιτη βασιλική του Αγίου Δημητρίου, ενώ ερμηνεύει την αφήγηση της Passio altera περί ίδρυσης βασιλικής στο Σίρμιο από το Λεόντιο στο συγκείμενο του ανταγωνισμού Σιρμίου και Θεσσαλονίκης και την απορρίπτει ως κατοπινή ανιστορική προσθήκη στην αγιολογική παράδοση με στόχο την ενίσχυση του γοήτρου της Θεσσαλονίκης, όπου εντοπίζει τις απαρχές της προσκύνησης του Αγίου. Προσπαθώντας να εξηγήσει τη μεταβολή του Δημητρίου από διάκονο σε στρατιωτικό άγιο και την αναφορά της αγιολογικής παράδοσης σε μεταφορά της λατρείας από τη Θεσσαλονίκη στο Σίρμιο, ο κλασικιστής David Woods παρατήρησε ότι ο συνδυασμός ραρίου και δαχτυλιδιού ως κειμηλίων του αγίου απαντάται επίσης στην περίπτωση των μαρτύρων Emeterius και Chelidonius, επίσης στρατιωτικών αγίων από την Ταρρακωνική της Ιβηρικής και διατύπωσε την εικασία ότι η αρχή της λατρείας του αγίου Δημητρίου σχετίζεται με τη μεταφορά των κειμηλίων αυτών στη Θεσσαλονίκη το 379, λίγο μετά την εγκατάσταση εκεί του ισπανικής καταγωγής αυτοκράτορα Θεοδόσιου, και την κατοπινή παρανάγνωση μιας επιγραφής που ανέφερε τον Άγιο Emeterius, το όνομα του οποίου αποδόθηκε λανθασμένα ως Demetrius.
Καθώς στην Ορθόδοξη εκκλησία η αγιοκατάταξη είναι συνήθως μια διαδικασία που αφορμάται από την απόδοση τιμών σε κάποιον ως άγιο από τους πιστούς, ενώ η εκκλησιαστική διοίκηση μιας τοπικής εκκλησίας απλώς την επικυρώνει μέσω της συμπερίληψης της μνήμης του αγίου στο εκκλησιαστικό ημερολόγιο, και καθώς στη Βυζαντινή αυτοκρατορία δεν υπήρχε συστηματική διαδικασία αγιοκατάταξης μέχρι τον ύστερο 13ο αιώνα (οπότε χρονολογούνται οι πρώτες σχετικές συνοδικές αποφάσεις) δεν υπάρχουν στοιχεία για κάποια επισκοπική απόφαση για την αγιοκατάταξη του Δημητρίου. Η θεώρησή του μάρτυρα ως Αγίου εδραιώθηκε και διατηρήθηκε κατά τους πρωτοχριστιανικούς και μεσαιωνικούς χρόνους μέσα από την ύπαρξη σημείων της αγιότητας και της μεσιτείας του στο Θεό, δηλαδή, την εικονογράφησή του, την υμνογραφία και τη ναοδομία προς τιμήν του και, κυρίως, τα αγιολογικά κείμενα που διηγούνται το βίο και τα θαύματά του. Κατά την αγιολογική παράδοση, ο Άγιος Δημήτριος τάφηκε στον ίδιο χώρο όπου τον 5ο αι. μ.Χ. χτίστηκε μεγαλοπρεπής ναός, ο οποίος μετά από καταστροφές και αλλαγές αποτελεί το σημερινό Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου. 
Ο ναός του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη ήταν ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και η προσκύνηση του αγίου στη Θεσσαλονίκη συνεχίζεται από την πρωτοχριστιανική περίοδο έως και σήμερα. Το υπόγειο λουτρό διατηρήθηκε και διασκευάστηκε σε κρύπτη. Ο Άγιος Δημήτριος έγινε ο φύλακας και προστάτης της Θεσσαλονίκης. Το όνομα «Μυροβλύτης» του δόθηκε από το μύρο που αναβλύζει από τον τάφο του. Πολυάριθμες είναι οι απεικονίσεις του Αγίου Δημητρίου σε χειρόγραφα, φορητές εικόνες και τοιχογραφίες με σκηνές από το βίο, το μαρτύριο και τα θαύματά του. 
Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Αριστείδη Μέντζο, τα λείψανα του αγίου δεν ήταν μόνον αντικείμενα αλλά και χώμα ποτισμένο με αίμα, το οποίο κάποτε φυλασσόταν στο σκευοφυλάκιο του ναού της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης. 
Ο ναός του Αγίου Δημητρίου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης
Σ' αυτό συνηγορεί η γραπτή μαρτυρία ότι ο Ιουστινιανός αναζητούσε λείψανα του Αγίου Δημητρίου, που σημαίνει ότι ήταν γνωστή η ύπαρξη λειψάνων. Η προσκύνηση χώματος-λύθρου συνδέεται με τον Άγιο Δημήτριο από τα πρώτα χρόνια της λατρείας του μέχρι τον 20ο αιώνα στη Θεσσαλονίκη. Η κάρα του αγίου αφαιρέθηκε από το ναό του, από τους Νορμανδούς κατακτητές το 1185, για να καταλήξει σε Ιταλικό μοναστήρι και να επιστρέψει πολύ αργότερα στην Ελλάδα. Έως και τα μέσα του 20ου αιώνα οι νομάδες ποιμένες της ελληνικής υπαίθρου, όπως οι Βλάχοι και οι Σαρακατσάνοι, ως και τις οροσειρές της Ροδόπης και του Πιρίν στη σημερινή Βουλγαρία, όριζαν τις εποχικές μετακινήσεις των ποιμνίων τους το φθινόπωρο και την άνοιξη με βάση τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Γεωργίου αντίστοιχα. Ο άγιος Δημήτριος είναι ένας από τους πιο λαοφιλείς αγίους για τους ελληνορθόδοξους και σλαβορθόδοξους Χριστιανούς. 
Από τους εορτασμούς για τον Άγιο Δημήτριο στην πόλη της Θεσσαλονίκης με επίκεντρο τον ομώνυμο ναό.
Η μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλύτη εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την 26η Οκτωβρίου. Εκτός από τη Θεσσαλονίκη, τιμάται ως πολιούχος άγιος και σε άλλες πόλεις, όπως η Χρυσούπολη, η Ελασσόνα, η Ναύπακτος, η Κηφισιά κ.ά.
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΘΑΥΜΑΤΑ
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της βυζαντινής Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο του 1207 από τους βούλγαρους, ο ηγεμόνας των Βουλγάρων Ιωαννίτζης πέθανε αιφνιδίως με τις συνθήκες του θανάτου του να είναι αβέβαιες. Ο Ακροπολίτης αναφέρει ότι πέθανε από πλευρίτιδα. Ωστόσο ο ίδιος κατέγραψε επίσης μια φήμη που υποστήριζε ότι «ο θάνατος του Καλογιάν προκλήθηκε από θεϊκή οργή, γιατί του φάνηκε ότι ένας οπλισμένος άντρας εμφανίστηκε μπροστά του στον ύπνο του και χτύπησε την πλευρά του με ένα δόρυ». Θρύλοι για παρέμβαση του Αγίου Δημητρίου υπέρ της πολιορκημένης πόλης στην πραγματικότητα εμφανίστηκαν λίγο μετά το θάνατο του Καλογιάν. Ο Ρομπέρ ντε Κλαρί έγραψε ήδη πριν από 1216 ότι ο ίδιος ο άγιος ήρθε στη σκηνή Καλογιάν και «τον χτύπησε με μια λόγχη», προκαλώντας το θάνατό του. Ο Στέφανος Νεμάνιτς κατέγραψε τον ίδιο μύθο το 1216 στο βίο αγίων για τον πατέρα του, Στέφανο Νεμάνια. Ο Ιωάννης Σταυράκιος, που συνέλεξε τους θρύλους για τον Αγιο Δημήτριο στα τέλη του 13ου αιώνα, κατέγραψε ότι ένας ιππέας πάνω σε άσπρο άλογο χτύπησε Καλογιάν με μια λόγχη. Ο Καλογιάν, συνέχισε ο Σταυράκιος, συσχέτισε τον επιτιθέμενο με το Mανάστρα, διοικητής των Κουμάνων μισθοφόρων του, που ως εκ τούτου έπρεπε να φύγει πριν από το θάνατο του Καλογιάν. Ο μύθος αυτός απεικονίστηκε στους τοίχους πάνω από πέντε ορθόδοξων εκκλησιών και μοναστηριών. Για παράδειγμα, μια τοιχογραφία στη Μονή Ντετσάνι απεικονίζει τον Άγιο Δημήτριο να σκοτώνει τον Τσάρο Σκαλογιάν. Ένα από τα πολλά θαύματα του Αγίου είναι και το εξής. Το 1823 μ.Χ. οι Τούρκοι που ήταν αμπαρωμένοι στην Ακρόπολη της Αθήνας ετοίμαζαν τα πυρομαχικά τους για να χτυπήσουν με τα κανόνια τους, τους Έλληνες που βρισκόντουσαν στον ναό του Αγίου Δημητρίου, μα ο Άγιος Δημήτριος έκανε το θαύμα του για να σωθούν οι Χριστιανοί και η πυρίτιδα έσκασε στα χέρια των Τούρκων καταστρέφοντας και τμήμα του μνημείου του Παρθενώνα. Για να θυμούνται αυτό το θαύμα, ο ναός λέγεται από τότε Άγιος Δημήτριος Λουμπαρδιάρης, από την λουμπάρδα δηλαδή το κανόνι των Τούρκων που καταστράφηκε.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Ο θεσμός έχει την προέλευσή του στην παράδοση να ανταλλάσσονται τα προϊόντα της ενδοχώρας με τα θαλασσινά προϊόντα, κατά την εποχή του Βυζαντίου και συγκεκριμένα από τον 10ο αιώνα μ.Χ. Ονομάζονταν «Δημήτρια» διότι πραγματοποιούνταν κατά τις ημέρες εορτασμού της μνήμης του πολιούχου της Θεσσαλονίκης Αγίου Δημητρίου. Η πανήγυρη με την ονομασία αυτή άκμασε τον 14ο αιώνα, τον επονομαζόμενο και «χρυσό αιώνα» της Θεσσαλονίκης. Αρχικά η γιορτή αυτή είχε κυρίως θρησκευτικό και εμπορικό χαρακτήρα. Παράλληλα όμως ο λαός της πόλης κατά τα «Δημήτρια» έβρισκε πολλές διασκεδάσεις και ευκαιρίες ψυχαγωγίας με σχοινοβάτες, γελωτοποιούς, μίμους και θεατρίνους οι οποίοι γύριζαν τις αγορές και τις γειτονιές. Επίσης κατά τη γιορτή, σύμφωνα με τις πηγές, παρουσιάζονταν θεατρικά έργα του αρχαιοελληνικού δραματολογίου καθώς και διαλέξεις φιλοσόφων και λογίων. Η ακμή αυτή επιβραδύνθηκε ιδιαίτερα από την πολιορκία των Οθωμανών, από το 1422 έως και το 1430, χρονιά άλωσης της πόλης. Αναβίωσε ως πλαίσιο πολιτιστικών εκδηλώσεων από το 1966 και μέχρι σήμερα αποτελεί τον κορυφαίο πολιτιστικό θεσμό του Δήμου Θεσσαλονίκης.

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

ΚΟΥΛΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΟΥ, Η ΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΠΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΚΕ ΚΑΙ ΘΑΦΤΗΚΕ ΣΤΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ



Όταν επισκεφθήκαμε για πρώτη φορά τα νεκροταφεία του Αγίου Παύλου, μετά την έκπληξη ότι υπήρχαν κάποια ξεχασμένα νεκροταφεία μέσα στο περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης αυτό που μας τράβηξε κατευθείαν την προσοχή ήταν ένας συγκεκριμένος τάφος. Ενώ συνολικά όλοι οι άλλοι τάφοι ήταν εγκαταλειμένοι και οι περισσότεροι από αυτούς κατεστραμένοι, υπήρχε κάποιος που ξεχώριζε. Πρώτα απ' όλα ήταν ο μοναδικός μαρμάρινος, ο μοναδικός που ήταν συντηρημένος και ο μοναδικός που ήταν καθαρός. Πλησιάζοντας είδαμε ότι ανήκει σε κάποια ΚΟΥΛΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΟΥ. Μας έκανε εντύπωση ότι υπήρχε χαραγμένο στον τάφο επάνω σε μαρμάρινη πλάκα ένα μήνυμα του ΚΚΕ. Να σας πούμε την αλήθεια δεν γνωρίζαμε τίποτα για την ιστορία αυτής της γυναίκας και ντρεπόμαστε για αυτό. Γυρνώντας στο σπίτι ξεκίνησα να ψάχνω στο διαδίκτυο. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι δεν θα έβρισκα τίποτα, αντίθετα βρήκα αρκετές πληροφορίες και σας τις παραθέτουμε.
ΚΟΥΛΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΟΥ, Η ΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ

Η ΚΟΥΛΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΟΥ ήταν αγωνίστρια της εθνικής αντίστασης που που εκτελέστηκε στις 6 Μαίου 1947, πάνω στον ανθό της νιότης της, σε ηλικία μόλις 24 χρόνων. Ήταν η ηρωίδα που όταν στις 26 Οκτωβρίου 1943 το ΕΑΜ Νέων οργάνωσε διαδήλωση εκατοντάδων νέων στους κεντρικούς δρόμους της Θεσσαλονίκης, για να γιορτάσουν την 31η επέτειο απελευθέρωσης της πόλης από τον Οθωμανικό ζυγό, πρόταξε τα στήθια της στους οπλισμένους σαν αστακούς Γερμανούς στρατιώτες που πήγαν για να διαλύσουν την κινητοποίηση. Και ήταν η ίδια η Κούλα Ελευθεριάδου που στην άλλη μαχητική διαδήλωση χιλιάδων φοιτητών και άλλων κατοίκων της Θεσσαλονίκης, στις 25 Μαρτίου 1944, στεφάνωσε εκ μέρους της ΕΠΟΝ την προτομή του Ναυάρχου Βότση, μπροστά στο Λευκό Πύργο, αψηφώντας τα γερμανικά πολυβόλα που ήταν στραμμένα κατά του πλήθους.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΟΥΛΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΟΥ
Η Κούλα Ελευθεριάδου γεννήθηκε το 1923 στο Σοχό Λαγκαδά Θεσσαλονίκης από αγρότες γονείς. Το 1942, εντάχθηκε στο ΕΑΜ Νέων και λίγο αργότερα στην ΕΠΟΝ, λίγο μετά την δημιουργία της. Και όταν κάποια στιγμή εγκαθίσταται με την οικογένειά της στην πόλη της Θεσσαλονίκης, συνδέεται αμέσως με τις εθνικοπελευθερωτικές οργανώσεις και κυρίως με την οργάνωση της ΕΠΟΝ, παίρνοντας δραστήρια μέρος στον αγώνα ενάντια στους κατακτητές. Λίγο μετά τη μεγαλειώδη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1944 για τον εορτασμό της εθνικής επετείου, η ηρωίδα συλλαμβάνεται από άνδρες της Ειδικής Ασφάλειας και ταγματασφαλίτες που την παραδίδουν για ανάκριση στον αιμοβόρο τύραννο της κατοχής Παρθενίου. Στα χέρια του δήμιου αυτού, η Κούλα υπέστη φοβερά βασανιστήρια. Παρ΄όλα αυτά όμως δεν λύγισε και οι ανακριτές της δεν κατάφεραν να της αποσπάσουν καμιά ομολογία και ούτε λέξη για τους συντρόφους της. Καθώς οι κατακτητές και οι συνεργάτες τους δεν βρίσκουν σε βάρος της κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο, την αφήνουν ελεύθερη τον Αύγουστο του 1944, οπότε συνεχίζει την εθνικοπελευθερωτική της δράση και η απελευθέρωση τη βρίσκει γραμματέα της Αχτιδικής Επιτροπής Ανατολικών Συνοικιών Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ. Η Κούλα Ελευθεριάδου συλλαμβάνεται από την Αστυνομία τον Ιανουάριο του 1947 και παραπέμπεται στο Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης τέσσερις μήνες αργότερα, στις 2 Μαίου 1947, μαζί με τους Γρηγόρη Ελευθεριάδη και Βασίλη Παναγόπουλο και με την κατηγορία της “στρατολόγου συμμοριτών”, ότι δηλαδή έπειθε παλιούς και νέους αγωνιστές να βγουν στο βουνό για να καταταγούν στον στρατό των ανταρτών, το ΔΣΕ. 

Η νεαρή αγωνίστρια αντιμετωπίζει τους κατηγόρους της με θάρρος και αποφασιστικότητα και η απολογία της στο στρατοδικείο, εκπλήσσει κι αυτούς που τη δικάζουν. Στο δικαστήριο, καταπίπτει και το σενάριο που αναπτύσσει ο μοναδικός μάρτυρας κατηγορίας, που ήταν ο περιβόητος ενωμοτάρχης της Ασφάλειας, Ιωάννης Παρθενίου, ότι η νεαρή δρούσε ως “στρατολόγος” με το ψευδώνημο “Μαρία”. Στην απολογία της λέει: “Μου προξενεί κατάπληξη πως σήμερα έρχεται σα μάρτυρας κατηγορίας ο Παρθενίου, και καταθυέτει με τέτοιο πείσμα εναντίον μου, αυτός που όταν στις 25 Μαρτίου 1943 στεφανώναμε το άγγαλμα του Βότση, μας πυροβολούσε με πιστόλι μαζί με τους Γερμανούς, ενώ οι άλλοι χωροφύλακες τάχθηκαν με το μέρος μας. Θα μείνει κατάπληκτος ο κόσμος όταν μάθει πως ύστερα από όλα αυτά σήμερα δικάζομαι από ελληνικό στρατοδικείο”. Στην ουσία δηλαδή έθετε το ιστορικό ζήτημα της ατιμωρησίας των συνεργατών των κατακτητών μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας. Δυστυχώς είμασταν η μοναδική χώρα που συνέβη αυτό στην Ευρώπη. Από εκείνο το δικαστήριο σκοπιμότητας η Κούλα Ελευθεριάδου και ο συνεπίθετός της Γρηγόρης Ελευθεριάδης (απλή συνωνυμία), καταδικάζονται από το Στρατοδικείο, δις εις θάνατο, ενώ ο συγκατηγορούμενός της Βασίλης Παναγόπουλος σε ισόβια. Τρεις μέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 6 Μαίου του 1947, η Κούλα Ελευθεριάδου με το χαμόγελο στα χείλη κι' αλύγιστη θα βαδίσει από τις φυλακές Επταπύργιου για το απόσπασμα, στο πευκόδασος του Αγίου Παύλου. 

Στην εκτέλεση παρίσταται και ο βασιλικός επίτροπος Ταμβακάς που της διαβάζει την καταδικαστική απόφαση. Αμέσως ο Βασιλικός Επίτροπος θα προστάξει το πυρ. Όμως η Ελευθεριάδου δεν θα πεθάνει αμέσως, καθώς μερικοί στρατιώτες του εκτελεστικού αποσπάσματος δεν έριχναν εναντίον της αλλά στον αέρα. Την χαριστική βολή, της την έδωσε ο ίδιος ο Ταμβακάς. Το τραγελαφικό στην υπόθεση είναι ότι την παραμονή ακριβώς του άδικου χαμού της νεαρής αγωνίστριας, ο πρωθυπουργός Δημήτριος Μάξιμος, είχε δηλώσει στον ανταποκριτή στην Αθήνα του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων ότι “θα εισηγηθώ εις την κυβέρνησιν όπως μη εκτελούνται αι υπό των Στρατοδικείων καταδικασθείσαι εις θάνατον γυναίκες”. Σημειώνεται ότι εκείνο το διάστημα είχε ξεσπάσει ένα κύμα 200 και πλέον εκτελέσεων αγωνιστών και μεταξύ αυτών και των γυναικών Κούλας Ελευθεριάδη, Ειρήνης Γκίνη, Σοφίας Βαμβακάκη και Αθηνάς Καλπάκη. 

Θάφτηκε στα νεκροταφεία του ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ που σήμερα στέκονται εγκατελημένα μέσα στο περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης, δίπλα από τον συνοικισμό του ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ.


Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

ΑΡΔΑΜΕΡΙ, ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΟΎ ΧΟΡΤΙΑΤΗ



Το Αρδαμέρι είναι ένα από τα καινούργια σημεία εκκίνησης των πεζοπορικών μας διαδρομών στο όρος του Χορτιάτη, αφού ξεκινώντας από αυτό το χωριό έχουμε την δυνατότητα να γνωρίσουμε μία από τις ομορφότερες και πιο άγνωστες πλευρές του βουνού αυτού, την βορειοανατολική. Επισκεπτόμενη μετά από πολλά χρόνια ξανά τον οικισμό αυτό είδαμε ότι δεν είναι ένας μικρός οικισμός με απλά κατοικίες αλλά ένα πολύ ενδιαφέρον χωριό με μεγάλο πολιτιστικό, ιστορικό και αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον που αξίζει να ασχοληθούμε με αυτό στο blog μας με μία ξεχωριστή ανάρτηση.

ΑΡΔΑΜΕΡΙ
Το Αρδαμέρι (Τοπική Κοινότητα Αρδαμερίου - Δημοτική Ενότητα ΚΟΡΩΝΕΙΑΣ), ανήκει στον δήμο ΛΑΓΚΑΔΑ της Περιφερειακής Ενότητας ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ που βρίσκεται στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα “Καλλικράτης”. Η επίσημη ονομασία είναι “το Αρδαμέριον”. Έδρα του δήμου είναι ο Λαγκαδάς και ανήκει στο γεωγραφικό διαμέρισμα Μακεδονίας. Κατά τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας με το σχέδιο “Καποδίστριας”, μέχρι το 2010, το Αρδαμέρι ανήκε στο Τοπικό Διαμέρισμα Αρδαμερίου, του πρώην Δήμου ΚΟΡΩΝΕΙΑΣ του Νομού ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. 

Το Αρδαμέρι έχει υψόμετρο 344 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό πλάτος 40,5917569929 και γεωγραφικό μήκος 23,1836985291.Το Αρδαμέρι είναι ένα χωριό του νομού Θεσσαλονίκης, σκαρφαλωμένο στο όρος Χορτιάτη. Ο παραδοσιακός χαρακτήρας του χωριού εντοπίζεται στα άτακτα τοποθετημένα σπίτια και τα στενά δαιδαλώδη δρομάκια του που καταλήγουν τις περισσότερες φορές σε αδιέξοδο. Το χωριό έχει περίπου 900 ψηφοφόρους και μόνο 125 μόνιμους κατοίκους. Ανήκει στη Δημοτική Ενότητα Κορώνειας του Δήμου Λαγκαδά, μαζί με τα χωριά Άγιος Βασίλειος, Γερακαρού, Βασιλούδι και Λαγκαδίκια. Το χωριό καταστράφηκε από τους Τούρκους 2 φορές: Με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης το 1430 από τους Τούρκους και στην επανάσταση του 1821, όταν δημιουργήθηκε ένα κίνημα στην περιοχή, με επικεφαλής τον Εμμανουήλ Παππά. Η προσπάθεια όμως αυτή, βάφτηκε με αίμα. 

Οι κάτοικοι του Αρδαμερίου συμμετείχαν στην επανάσταση του 1821 ανάμεσά τους διακρίθηκαν οι αγωνιστές Βασίλειος Συρόπουλος, Γεώργιος Μαριανός (1797-1831) και Κωνσταντίνος (Κωνσταντής) Αργύρης. Το Αρδαμέρι απέχει 38 χλμ. από την Θεσσαλονίκη και βρίσκεται στις βορειοανατολικές παρυφές του Χορτιάτη. Μαζί με τον Άγιο Βασίλειο, το Βασιλούδι τη Γερακαρού και τα Λαγκαδίκια συναποτελούν σήμερα τη Δημοτική Ενότητα Κορώνειας του Δήμου Λαγκαδά. Ο επισκέπτης με αυτοκίνητο έχει δύο επιλογές ως προς την πρόσβασή του στο χωριό, μέσω του παλαιού δρόμου Θεσσαλονίκης-Καβάλας είτε μέσω Πανοράματος-Χορτιάτη. 

Ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου.
Από μνημεία, το κυριότερο είναι η Κοίμηση, ναός του 1836, χτισμένος σε παλιότερη βασιλική, της οποίας σώζονταν αρκετά γλυπτά ενσωματωμένα στην τοιχοποιία, κι άλλα, κυρίως κιονίσκοι από θωράκια, φυτεμένα στην νότια αυλή. 
Παράθυρο από τον ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου.
Η εκκλησία, που είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, καίγεται από τους Τούρκους το 1821 και ξαναχτίζεται πάνω στο παλιό κτίσμα το 1836, με τη βοήθεια όλων των κατοίκων. To 2004 πραγματοποιήθηκε η επισκευή και η αναστήλωση του καμπαναριού της εκκλησίας. Το Αρδαμέρι υπήρξε έδρα της επισκοπής, με πρώτο γνωστό επίσκοπο τον Ερκούλων Ιωάννη. 

Η Ιερά Επισκοπή Αρδαμερίου ανήκε στην Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και η πρώτη αναφορά της στα κείμενα γίνεται το 980 περίπου αν και φαίνεται ότι υπήρχε από παλιότερα. Περιλάμβανε 17 κωμοπόλεις και χωριά : Γαλάτιστα, Λιβάδι, Ζαγκλιβέρι, Ραβνά, Αδάμ, Σανά, Δουμπιά, Σουποτίκια (Ριζά), Τοπλίκια (Πετροκέρασσα), Παλαιόχωρα, Κρήμνη, Καϊτζίκι (Παλαιόκαστρο), Γεροπλάτανος, Ρεσιτνίκα που ήταν ο σημερινός Άγιος Πρόδρομος, Στανός, Λοζίκι που είναι ο σημερινός Μελισσουργός, Αρδαμέρι και Περιστερά, εκτεινόταν δηλαδή σε μία περιοχή στα όρια των δύο σημερινών νομών Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής, είχε έδρα το Αρδαμέρι και καταργήθηκε το 1934. Ο επόμενος επίσκοπος ήταν ο επίσκοπος Ηλίας το 1100μ.χ. 

Η επισκοπή Αρδαμερίου κράτησε μέχρι το 1650, όταν άλλαξε σε επισκοπή Αρδαμερίου και Γαλατίστης και το 1938 Αγίου Όρους, Ιερισσού και Αρδαμερίου. Η επισκοπή διαλύθηκε στον μεσοπόλεμο. Αρδαμέρι είναι σλαβόηχη λέξη και μάλιστα «αρχαϊκή» διότι άν ήταν νεότερη, δεν θα άρχιζε από «αρ» αλλά από «ρα»: Ρεάχοβα, Ραλένκοβα,Ραδομίρι. Εντύπωση προκαλούσε η ονομασία «Ερκουλίων». Ερκούλιοι αναφέρονται στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια, ως μιά φυλή. Ερκούλιος, γένος Μιθραϊκό, ήταν ο Μαξιμιανός, ο συνεταίρος του Διοκλητιανού, από τα μέρη του Σιρμίου. 

Το χωριό αναφερόταν ως Έρκουλα ή Ερκούλιον κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Η εκκλησία, που είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, καίγεται από τους Τούρκους το 1436 και ξαναχτίζεται πάνω στο παλιό κτίσμα το 1836, με τη βοήθεια όλων των κατοίκων. To 2004 πραγματοποιήθηκε η αναστήλωση του καμπαναριού της εκκλησίας.

ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΠΕΖΟΠΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ ΑΡΔΑΜΕΡΙ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ Σ...