Σίγουρα
εάν έχετε περπατήσει στην ελληνική ύπαιθρο, ανεξάρτητα από περιοχή και υψόμετρο
την περίοδο από τέλος Μαρτίου μέχρι τέλος Ιουνίου, θα έχετε σταματήσει
προσωρινά σε κάποια σημεία να χαζέψετε τα πολύχρωμα αγριολούλουδα που «κάνουν
την διαφορά στην λεγόμενη ελληνική άνοιξη». Μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις και
αναλογιζόμενος εικόνες σαν αυτές που βλέπεις την άνοιξη στις πλαγιές του Λανάρι,
του Χορτιάτη και άλλων περιοχών γύρω από την Θεσσαλονίκη λες με σιγουριά ότι
τελικά αυτός ο τόπος είναι ευλογημένος. Εμείς περπατώντας σε μία πλαγιά του
Λάναρη τον Μάιο του 2019 και βλέποντας αυτά τα εκατοντάδες διαφορετικά
πολύχρωμα αγριολούλουδα αποφασίσαμε να κάνουμε μία γρήγορη παρουσίαση με τα
σημαντικότερα από αυτά. Πιστεύουμε να σας φανεί ενδιαφέρουσα.
ΤΑ
ΣΗΜΑΝΤΙΚΌΤΕΡΑ ΑΓΡΙΟΛΟΥΛΟΥΔΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΧΛΩΡΙΔΑΣ
ΑΚΑΝΘΑ
Η
Άκανθα είναι γένος αγριολούλουδων, πολύ συνηθισμένη στον μεσογειακό χώρο. Είναι
πολυετές φυτό με περίοδο ανθοφορίας από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούλιο.
Αναπτύσσεται συνήθως σε χαμηλότερα υψόμετρα και σε παραθαλάσσιες περιοχές. Τα
άνθη του φυτού αναπτύσσονται πάνω στον κεντρικό όρθιο βλαστό.
ΑΛΘΑΙΑ
Η
Αλθαία είναι γένος αγριολούλουδων πολύ διαδεδομένο κυρίως στη νότια Ευρώπη αλλά
υπάρχει αυτοφυές και στην Αυστραλία και την Ασία. Λέγεται επίσης και
δεντρομολόχα. Είναι ιθαγενή φυτά των εύκρατων περιοχών, συγγενικά με τη μολόχα,
από την οποία διακρίνονται εύκολα. Πρόκειται για πόες ή θάμνους με φύλλα
παλαμοειδή, χνουδωτά, με οδοντωτά ή πριονωτά χείλη. Είναι πολυετή φυτά με πολύ
ψηλό όρθιο βλαστό, ο οποίος καλύπτεται από μεγάλα άνθη κατά μήκος του. Τα άνθη
της Αλκέας είναι συνήθως κόκκινα, ροζ ή ιώδη και έχουν σχήμα χωνιού και
διάμετρο μέχρι 10 εκατοστά που ευδοκιμούν σε περιοχές μέσου και χαμηλού
υψομέτρου. Η περίοδος ανθοφορίας της Αλκέας είναι από τον Απρίλιο μέχρι τον
Ιούλιο. Η συλλογή των φύλλων πραγματοποιείται στο τέλος του καλοκαιριού, των
ανθέων κατά τη διάρκεια τις ανθοφορίας και της ρίζας το φθνιπόπωρο μετά το
δεύτερο έτος ζωής του.
ΑΝΕΜΩΝΗ
Η
ανεμώνη ή ανεμώνα είναι αγγειόσπερμο, δικοτυλήδονο φυτό, ανήκει δε στην
οικογένεια των Βατραχιίδων ή Ρανουγκουλίδων της τάξης των Bατραχιωδών. Είναι
εξαπλωμένη σε ολόκληρο τον κόσμο, είτε ως αυτοφυής είτε ως καλλιεργούμενη, αλλά
βασικά βρίσκεται στις δασικές εκτάσεις και τα λιβάδια των βόρειων και εύκρατων
περιοχών. Η ονομασία ανεμώνη προέρχεται από τη λέξη άνεμος εξ αιτίας της
υπόθεσης που έκαναν οι Αρχαίοι Έλληνες ότι τα φυτά αυτά άνθιζαν μόνον όταν
φυσούσε άνεμος. Υπάρχουν 150 περίπου είδη ανεμώνης. Πολλές ποικιλίες
καλλιεργούνται σε κήπους και πάρκα για τα όμορφα άνθη τους. Από τα αυτοφυή είδη
αρκετά είναι δηλητηριώδη. Η ανεμώνη, όμως τρώγεται εάν βραστεί στους 100
βαθμούς ή εάν τσιγαριστεί μαζί με μισό κιλό κρεμμύδι. Επίσης είναι γέμιση για
παραδοσιακή πίτα του Ουζμπεκιστάν.
Η
Ανθεμίς είναι γένος αρωματικών ανθοφόρων φυτών της οικογένειας των Συνθέτων,
στενά συγγενικό του γένους Chamaemelum, που περιλαμβάνει περίπου 170-180 είδη,
ενδημικά των χωρών της Μεσογείου και της νοτιοδυτικής Ασίας ανατολικά μέχρι το
Ιράν. Ορισμένα είδη έχουν εγκλιματιστεί στο Ηνωμένο Βασίλειο και άλλα μέρη του
κόσμου.
Το
ανθούριο είναι γένος φυτών με πάνω από 700 είδη και ανήκει στην οικογένεια των
Αροΐδών. Από τα δάση της τροπικής Αμερικής προερχόμενο , ανακαλύφτηκε από τον
βοτανολόγο Heinrich Wilhelm Schott το 1829. Πολυετή φυτά , ποώδη , αναρριχώμενα
και έρποντα με μακριά και πλατιά φύλλα. Τα ανθούρια με το πολύ πλούσιο φύλλωμα
τους και τα χρωματιστά μεγάλα άνθη τους που μοιάζουν με κρίνα είναι σήμερα από
τα πολύ κοινά διακοσμητικά φυτά εσωτερικού χώρου. Στις ταξιανθίες τους βρίσκει
κανείς μεγάλη ποικιλία εντυπωσιακών χρωματισμών.
Η
Αριστολοχία είναι ένα μεγάλο γένος λουλουδιών με περισσότερα από 500 είδη. Το
όνομα της προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις άριστος + λοχεία γιατί στην
αρχαιότητα πίστευαν ότι διευκόλυνε τον τοκετό. Με αντίστοιχό όνομα συναντάται
και στα αγγλικά, όπου ονομάζεται birthwort, που σημαίνει βότανο της γέννας. Οι
αριστολοχίες έχουν ύψος μέχρι 70 εκατοστά, ενώ υπάρχουν και κάποιες
αναρριχώμενες. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι το άνθος τους με το
σωληνοειδές σχήμα, που πλαταίνει στο χείλος. Συνήθως είναι ανοιχτόχρωμο στο
ξεκίνημα του και καταλήγει σε μωβ ή καφέ αποχρώσεις στις άκρες του. Τα φύλλα
του φυτού έχουν καρδιοειδές σχήμα. Η περίοδος ανθοφορίας του είναι νωρίς την
άνοιξη. Οι αριστολοχίες αναπτύσσονται συνήθως σε χαμηλότερα και μεσαία
υψόμετρα. Είναι διεσπαρμένα φυτά στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα υπάρχουν δέκα είδη
αριστολοχίας. Από αυτές η Αριστολοχία η κρητική (Aristolochia cretica) και η
Αριστολοχία η στρογγυλή (Aristolochia rotunda) είναι ενδημικά είδη της Ελλάδας.
Κάποια είδη του φυτού καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά.
Το
εντελβάις είναι μικρό, άσπρο και χνουδωτό φυτό με άοσμα άνθη, που υπάγεται στην
οικογένεια των συνθέτων. Όταν καλλιεργείται σε πεδινά εδάφη, τα κοτσάνια του
γίνονται μακρύτερα και η ανάπτυξή του άχαρη γιατί χάνει το συμπαγές σχήμα του
και τη χνουδωτή υφή στα πέταλα του. Οι δύο κύριες ποικιλίες αυτού του
λουλουδιού είναι το Gnaphalium leontopodium και το Leontopodium alpinum.
Αντιπροσωπεύεται από τριάντα και πλέον είδη, από τα οποία μόνο δύο υπάρχουν
στην Ευρώπη.
Η
ευφορβία είναι μεγάλο γένος φυτών της οικογένειας των Ευφορβιοειδών
(Euphorbiaceae), που αντιπροσωπεύονται στην Ελλάδα με περισσότερα από 40 είδη.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των ευφορβιών αποτελεί η ταξιανθία τους που έχει σχήμα
κυπέλλου γι'αυτό και ονομάζεται κυάθιο από την αρχαία ελληνική λέξη για το
κύπελλο.
Η
Euphorbia dendroides, πιο γνωστή ως γαλατσίδα, είναι φυτό του γένους Euphorbia,
που συναντάται κυρίως σε απότομα βράχια. Το όνομά της προέρχεται από το
παχύρρευστο και καυστικό υγρό που βγάζουν τα στελέχη τους σαν κόβονται και που
μοιάζει σαν γάλα. Το υγρό αυτό είναι δηλητηριώδες και χρησιμοποιείται από
ορισμένους ψαράδες για να ναρκώνουν τα ψάρια. Έχει ανοικτοπράσινα φύλλα και
ταξιανθία (κυάθιο) που μοιάζει με κύπελλο, με ελλιπή μονογενή άνθη. Ο
Ιπποκράτης θεωρούσε τη γαλατσίδα υπεύθυνη για την ελονοσία.
Η
Ευφορβία η ηλιοσκόπια είναι φυτό της οικογένειας των Ευφορβιοειδών. Είναι
μονοετές φυτό με μέγεθος μεταξύ 10 και 50 εκατοστών. Το όνομά της το οφείλει
στον Διοσκουρίδη, που την ονόμασε έτσι λόγω της ιδιότητάς της να στρέφεται προς
τον ήλιο. Είναι πολύ διεσπαρμένο φυτό στον μεσογειακό χώρο. Η περίοδος
ανάπτυξης και ανθοφορίας του φυτού είναι μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουνίου. Το
φυτό είναι δηλητηριώδες και αυτό αποτελεί το μέσο άμυνάς του απέναντι στα
φυτοφάγα ζώα.
Η
ίρις είναι γένος αγγειόσπερμων μονοκοτυλήδονων φυτών, της τάξης των Λειριωδών
(Liliales), της οικογένειας των Ιριδοειδών που περιλαμβάνει περί τα 100 είδη
πολυετών πoών στις εύκρατες χώρες. Είναι φυτά ριζωματικά, κονδυλόρριζα με μακρά
και στενά φύλα και άνθη πολύχρωμα και πολύσχημα μονομερή ή κατά ταξιανθία σε
μακρά στελέχη. Τα σπέρματα, οι ρίζες και τα φύλλα των περισσοτέρων εξ αυτών
περιέχουν μια τοξική ουσία στην οποία οφείλονται πολλές φαρμακευτικές ιδιότητες
καθώς και μια πτητική κετόνη, την ιράνη, στην οποία οφείλονται οι αρωματικές
τους ιδιότητες. Το γένος είναι πολύ διαδεδομένο σε όλη την βόρεια εύκρατη ζώνη.
Οι οικότοποί τους ποικίλλουν σημαντικά, και κυμαίνονται από τα κρύα και τα
ορεινά περιοχές με χλοώδεις εκτάσεις, λιβάδια και όχθες ποταμών της Ευρώπης, τη
Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, την Ασία και σε όλη τη Βόρεια Αμερική. Οι
ίριδες είναι πολυετή ποώδη φυτά, που αυξάνονται με έρποντα ριζώματα
(ριζωματώδεις ίριδες), ή, σε ξηρότερα κλίματα, από βολβούς (βολβώδεις ίριδες).
Έχουν μακριά, όρθια στελέχη ανθοφορίας, τα οποία μπορεί να είναι απλά ή
διακλαδισμένα, στερεά ή κούφια, και ίσια ή έχουν μια κυκλική διατομή. Τα
ριζωματώδη είδη έχουν συνήθως 3-10 βασικά, ξιφοειδή φύλλα και αναπτύσσονται σε
πυκνές συστάδες. Τα βολβώδη είδη έχουν κυλινδρικά φύλλα βάσης.
Η
κάππαρις είναι γένος, αγγειόσπερμων, δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια
των Καππαρίδων και στην τάξη των Καππαρωδών, με 200 είδη δέντρων αλλά κυρίως
θάμνων. Τα περισσότερα είδη φέρουν αγκάθια και βρίσκονται σε βραχώδεις και
άνυδρες περιοχές των τροπικών και εύκρατων περιοχών της γης. Ορισμένα από τα
είδη είναι έρποντα ή αναρριχητικά. Στην ονομασία Κάππαρη απαντούν:
Αγκαθωτός
θάμνος που απαντά στις ευρωπαϊκές χώρες της Μεσογείου, από τον οποίο προέρχεται
η κάππαρη του εμπορίου (οικογ. Καππαρίδες)
Ονομασία
των κλειστών ανθοφόρων οφθαλμών του φυτού κάππαρη, διατηρημένοι σε άλμη ή σε
ξύδι, τρώγονται ως καρύκευμα.
Η
κάππαρις η ακανθώδης (Λατινική ονομασία: Capparis spinosa) είναι πολυετές
(perennial) φυτό που φέρει στρογγυλεμένα, σαρκώδη φύλλα και μεγάλα λευκά προς
ροζ-λευκά άνθη. Το φυτό είναι γνωστό για τους βρώσιμους ανθοφόρους οφθαλμούς
(μπουμπούκια) (κάππαρη), που χρησιμοποιούνται συχνά ως καρύκευμα και τους
καρπούς (μούρα κάππαρης), από τα οποία και τα δύο συνήθως καταναλώνονται
τουρσί. Άλλα είδη του είδους κάππαρις (Capparis), επίσης συλλέγονται μαζί όπως
η Κ. η ακανθώδης για τους βρώσιμους ανθοφόρους οφθαλμούς και τους καρπούς τους.
Άλλα μέρη του είδους Κάππαρις, χρησιμοποιούνται στην παρασκευή φαρμάκων και
καλλυντικών. Η κάππαρις η ακανθώδης έχει βρεθεί σε άγρια κατάσταση στη
Μεσόγειο, Ανατολική Αφρική, Μαδαγασκάρη, Νότιο-Δυτική και Κεντρική Ασία,
Ιμαλάια, Νησιά του Ειρηνικού, Ινδοϊμαλάια και Αυστραλία.[5] Είναι παρούσα σε
όλες σχεδόν τις χώρες της λεκάνης της Μεσογείου και περιλαμβάνεται στη χλωρίδα
των περισσοτέρων εξ αυτών, αλλά αν είναι αυτόχθονη στην περιοχή αυτή είναι αβέβαιο.
Αν και η χλωρίδα της περιοχής της Μεσογείου έχει σημαντικό ενδημισμό, ο θάμνος
κάππαρης θα μπορούσε να προέρχεται από τις τροπικές περιοχές και να έχει
εγκλιματιστεί αργότερα στη λεκάνη της Μεσογείου. Η ταξινομική κατάσταση στα
είδη είναι αμφιλεγόμενη και αδιακανόνιστη. Τα είδη εντός του γένους κάππαρις,
είναι εξαιρετικά μεταβλητά και άλλα είδη υβριδίων ήταν κοινά σε όλη την
εξελικτική ιστορία του γένους. Ως αποτέλεσμα, ορισμένοι συγγραφείς έχουν
θεωρήσει την C. spinosa να αποτελείται από πολλαπλά διακριτά είδη, άλλοι, ότι η
ταξινομική βαθμίδα είναι ένα μόνο είδος με πολλαπλές ποικιλίες ή υποείδη ή ότι
η ταξινομική βαθμίδα C. spinosa είναι ένα υβρίδιο μεταξύ της C. orientalis και
C. sicula.
Η
καλέντουλα είναι ένα όμορφο αγριολούλουδο, πολύ συνηθισμένο στην Ευρωπαϊκή
ύπαιθρο. Ανήκει στην οικογένεια των σύνθετων που αποτελούν την μεγαλύτερη
οικογένεια στο φυτικό βασίλειο. Είναι συγγενικό φυτό με τη μαργαρίτα. Η
καλέντουλα είναι μονοετές φυτό με άνθη έντονα κίτρινα ή πορτοκαλί. Η περίοδος
ανθοφορίας της είναι πολύ μεγάλη και κρατάει από τον Φεβρουάριο μέχρι τον
Οκτώβριο. Η καλέντουλα αναπτύσσεται κυρίως σε χαμηλότερα υψόμετρα και συναντάται
σε χωράφια, πλαγιές και άκρες δρόμων. Χρησιμοποιείται επίσης και ως
καλλωπιστικό.
Η
Καμπανούλα αποτελεί γένος ιδιαίτερα όμορφων αγριολούλουδων της Ευρώπης. Η
μεγαλύτερη ποικιλία του είδους εντοπίζεται στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου.
Μόνο στην Ελλάδα υπάρχουν 70 είδη καμπανούλας. Το είδος περιλαμβάνει μονοετή,
διετή και πολυετή φυτά, συνήθως με ύψος από 5 έως 40 εκατοστά. Κάποια είδη
αναπτύσσονται σε σχισμές βράχων ενώ άλλα αναπτύσσονται στους αγρούς. Φυτρώνει
κυρίως σε ενδιάμεσα υψόμετρα και σπάνια σε παραθαλάσσιες περιοχές. Τα άνθη της
καμπανούλας είναι συνήθως μωβ και έχουν πέντε πέταλα.
Τo
Κρίνo είναι μία μεγάλη κατηγορία ιδιαίτερα όμορφων αγριολούλουδων με παγκόσμια
εξάπλωση. Στην Ελλάδα υπάρχουν πέντε είδη κρίνων, τα περισσότερα στη Βόρεια
Ελλάδα. Το είδος περιλαμβάνει μονοετή, διετή και πολυετή φυτά με ύψος που
αγγίζει και το 1 μέτρο. Αναπτύσσονται σε μέσα ή μεγάλα υψόμετρα. Τα κρίνα είναι
βολβώδη φυτά. Έχουν συνήθως ψηλό βλαστό με άνθος στην κορυφή. Το άνθος τους
αποτελείται συνήθως από έξι πέταλα και είναι στραμμένο με μία ελαφριά κλίση
προς το έδαφος. Έχει έντονα χρωματισμένους κίτρινους ανθήρες. Τα περισσότερα
είδη κρίνων ανθίζουν κατά τη διάρκεια της άνοιξης και κάποια προς το τέλος του
καλοκαιριού. Από τα γνωστότερα είδη κρίνου είναι το Λείριον το πάλλευκο (Lilium
candidum) που είναι περισσότερο γνωστό ως "κρινάκι της Παναγίας".
Έχει ύψος μέχρι ένα μέτρο και λευκό άνθος. Πολύ εντυπωσιακό είδος είναι το
Λείριον της Ροδόπης ή Κρίνος της Ροδόπης (Lilium rhodopaeum). Είναι φυτό
ενδημικό της ελληνικής και βουλγαρικής Ροδόπης. Ανθίζει τον Ιούνιο. Τα άνθη του
είναι πάντα κίτρινα και φτάνουν σε μέγεθος τα 10 εκ. περίπου. Ο βλαστός σπάνια
ξεπερνά τα 80 εκ. και στην κορυφή του βγαίνουν 1-5 άνθη. Είναι από τα πιο σπάνια
και απειλούμενα φυτά του Εθνικού Πάρκου Οροσειράς Ροδόπης και για το λόγο αυτό
δεν πρέπει να κόβεται ή να ξεριζώνεται.
Ο
κρόκος γνωστός και με τις ονομασίες ζαφορά και σαφράνι είναι φυτό από το οποίο
παράγεται ένα από τα πιο ακριβά μπαχαρικά που υπάρχουν στον κόσμο. Το σαφράν(ι)
προέρχεται από τον ύπερο του άνθους του φυτού κρόκος, η επιστημονική ονομασία
του οποίου είναι Κρόκος ο ήμερος το οποίο ανήκει στην οικογένεια των Ιριδoειδών.
To
Κυκλάμινο της υπαίθρου είναι ένα από τα ομορφότερα αγριολούλουδα της Ευρώπης.
Στην Ελλάδα συναντώνται πέντε είδη κυκλάμινου. Είναι πολυετές φυτό με μωβ άνθη
ή σπανιότερα λευκά και χαρακτηριστικά καρδιοειδή φύλλα με εντυπωσιακούς
χρωματισμούς. Κάποια είδη κυκλαμίνου ανθίζουν την Άνοιξη και κάποια άλλα
Φθινόπωρο. Φύονται από παραθαλάσσιες περιοχές μέχρι και σε υψόμετρα άνω των
1000 μέτρων στην ύπαιθρο. Το πιο κοινό είδος κυκλάμινου στην Ελλάδα είναι το
Κυκλάμινο το Γραικό. Το συγκεκριμένο κυκλάμινο ανθίζει την φθινοπωρινή περίοδο
και έχει πυκνά μωβ άνθη. Αναπτύσσεται σε περιοχές με χαμηλό υψόμετρο και είναι
ιδιαίτερα διεσπαρμένο σε χέρσες περιοχές. Το επίσης συνηθισμένο κυκλάμινο το
Κυκλάμινο το Κισσόφυλλο αναπτύσσεται σε μεγαλύτερα υψόμετρα από το προηγούμενο
και η περίοδος ανθοφορίας του είναι επίσης το Φθινόπωρο. Η διαφορά του με το
Κυκλάμινο το Γραικό είναι ότι τα φύλλα του δεν είναι καρδιοειδή αλλά
σχηματίζουν ελαφριές γωνίες.
Το
Κυκλάμινο το Γραικό είναι το πιο κοινό είδος κυκλάμινου στην Ελλάδα. Την
ονομασία του άλλωστε την οφείλει στο γεγονός ότι συναντάται κυρίως στην Ελλάδα
καθώς και στα ανατολικά παράλια του Αιγαίου. Είναι πολυετές φυτό με μεγάλο
κόνδυλο στην ρίζα από την οποία εκφύονται τα φύλλα και τα άνθη. Τα άνθη του
είναι συνήθως ρόδινα και εντονότερα κόκκινα στην κάτω πλευρά τους. Τα φύλλα του
είναι καρδιοειδή σκούρα πράσινα με όμορφες πρασινωπές ανοιχτόχρωμες αποχρώσεις
σε συμμετρικούς σχηματισμούς. Το ύψος του φυτού δεν υπερβαίνει τα 15 εκατοστά.
Η περίοδος ανθοφορίας του είναι από τον Σεπτέμβριο μέχρι και τον Νοέμβριο. Η
κοινή του ονομασία είναι λαγουδάκι.
Το
Cyclamen cyprium, γνωστό και ως κυκλάμινο το κυπριακό, είναι ένα από τα 23
γνωστά είδη κυκλαμίνου. Είναι ενδημικό στο νησί της Κύπρου και έχει επιλεχθεί
ως το εθνικό λουλούδι της χώρας. Το κυπριακό κυκλάμινο είναι πολυετές, ποώδες
φυτό που μεγαλώνει από 7 έως και 15 εκατοστά σε ύψος. Έχει απλά και σαρκώδη
φύλλα σε σχήμα καρδιάς. Η κάτω επιφάνεια των φύλλων έχει ένα χαρακτηριστικό
πλούσιο μοβ ή κοκκινωπό χρώμα.
Το
λαγόχορτο είναι μονοετές, διετές ή πολυετές καλλωπιστικό φυτό το οποίο ανήκει
στην οικογένεια των Συνθέτων. Το φυτό είναι ιθαγενές στην περιοχή της Μεσογείου
αλλά έχει εισαχθεί επιτυχημένα και σε άλλες περιοχές. Τα φύλλα και οι ρίζες του
είναι εδώδιμες. Αποκαλείται επίσης «γένια του λαγού», «λαγομούστακα», «λαγονούρι»,
«σκούλος» και «γένια του τράγου». Το φυτό φτάνει σε ύψος μεταξύ 30-120
εκατοστών και οι ρίζες του είναι λευκές, σαρκώδεις και συνήθως διακλαδίζονται,
σχηματίζοντας ριζώματα. Έχει ένα κεντρικό βλαστό, ο οποίος είναι συνήθως χωρίς
διακλαδώσεις, που περιέχει ελαφρά πικρό, γαλακτώδη χυμό. Τα φύλλα του είναι
ανοιχτοπράσινα, στενόμακρα και λογχοειδή, με βαθιά αυλάκωση στο μέσο. Τα άνθη
του έχουν διάμετρο περίπου πέντε εκατοστά και περιβάλλονται από οκτώ πράσινα
μακρόστενα βάκτρια, τα οποία είναι μακρύτερα από τα πέταλα. Έχουν ελαφρώς μωβ
χρώμα. Είναι ερμαφρόδιτα και η επικονίαση γίνεται από έντομα. Τα άνθη είναι
χαρακτηριστικά διότι ανοίγουν μόνο τις πρωινές ώρες και κλείνουν μετά το
μεσημέρι.[3] Ο καρπός είναι αχαίνιο με μήκος τέσσερα εκατοστά και αυλακωτή
επιφάνεια το οποίο φέρει μακριές τρίχες (πάππος).
Μαργαρίτα
είναι κοινή ονομασία πολλών άγριων ή καλλιεργούμενων φυτών που ανήκουν στην
οικογένεια των Συνθέτων και έχουν άνθη κατά κεφάλια, με εμφανή ακτινοειδή
στεφάνη. Σε πολλές περιπτώσεις, οι μαργαρίτες φέρουν δύο ειδών άνθη: τα πρώτα
έχουν ακτινωτή διάταξη και κίτρινο, συνήθως, χρώμα· περιβάλλουν τα δεύτερα, τα
οποία είναι μικρά, σωληνόμορφα και συναθροίζονται για να σχηματίσουν έναν
δίσκο. Σημαντικό ταξινομικό γνώρισμα αποτελεί το σχήμα των βρακτίων, τα οποία
βρίσκονται κάτω από το άνθος και μοιάζουν με φύλλα. Τα φύλλα των μαργαριτών
μπορεί να έχουν ποικιλία σχημάτων.
Η
μολόχα είναι το συνηθέστερο είδος Μαλάχης. Είναι ιδιαίτερα διεσπαρμένο φυτό σε
όλη την λεκάνη της Μεσογείου και σε πολλά ακόμα μέρη. Αναπτύσσεται από την
παράκτια ζώνη μέχρι αρκετά μεγάλο υψόμετρο. Η μολόχα έχει πυκνό φύλλωμα, με
φύλλα παλαμοσχιδή και άνθη κυρίως ρόδινα, που φύονται από τον βλαστό. Η
περίοδος ανθοφορίας της περιλαμβάνει όλη την περίοδο της άνοιξης και το
ξεκίνημα του καλοκαιριού.
Τo
Ορνιθόγαλο (λέγεται και αστέρι της Βηθλεέμ λόγω σχήματος) είναι ένα ιδιαίτερα
όμορφο αγριολούλουδο της Μεσογειακής υπαίθρου. Είναι συγγενικό λουλούδι με το
κρίνο. Παγκοσμίως συναντάται μία μεγάλη ποικιλία ορνιθόγαλων, στην Ελλάδα μόνο
υπάρχουν περισσότερα από 20 είδη. Τα Ορνιθόγαλα είναι βολβώδη φυτά με
αστεροειδές άνθος το οποίο αποτελείται συνήθως από έξι πέταλα και είναι
στραμμένο συνήθως προς τα πανω. Ο βλαστός τους είναι κοντός αλλά σε κάποιες
ποικιλίες φτάνει και τα 60 εκατοστά. Το πιο διαδεδομένο είδος ορνιθόγαλου είναι
το Ορνιθόγαλο της Ναρμπόν (Ornithogalum narbonense) το οποίο ανθίζει τους
τελευταίους μήνες της άνοιξης και το ύψος του μπορεί να φτάσει τα 60 εκατοστά.
Αναπτύσσεται από τα χαμηλά υψόμετρα και τις παραθαλάσσιες περιοχές μέχρι την
ορεινή ζώνη. Πόλυ όμορφο ορνιθόγαλο και ενδημικό της Ελλάδας είναι το
Ορνιθόγαλο το αττικό (Ornithogalum atticum). Συναντάται στην νότια Στερεά
Ελλάδα, κυρίως στην Αττική και την Εύβοια και έχει εντυπωσιακά λευκά άνθη. Το
ύψος του είναι χαμηλό, μέχρι 20 εκατοστά και ανθίζει την περίοδο του Απριλίου.
Τα ορνιθόγαλα χρησιμοποιούνται συχνά ως καλλωπιστικά φυτά.
Οι
Ορχιδέες είναι καλλωπιστικά μονοκοτυλήδονα φυτά τα οποία συνθέτουν την
οικογένεια των Ορχιδοειδών, τη μεγαλύτερη των ανθοφόρων φυτών (Αγγειόσπερμων).
Στον κατάλογο του Βασιλικού Βοτανικού Κήπου του Kew βρίσκονται 880 γένη και
σχεδόν 22.000 είδη ορχιδέας. Ο συνολικός αριθμός των ειδών ορχιδέας σ' όλον τον
πλανήτη εκτιμάται γύρω στις 25.000, αλλά διαφωνίες ταξινόμησης μεταξύ των
ειδικών κάνουν αδύνατο για την ώρα τον προσδιορισμό του ακριβή αριθμού των
ειδών της οικογένειας.
Η
Παιώνια είναι γένος ιδιαίτερα όμορφου αγριολούλουδου που συναντάται στην
ελληνική ύπαιθρο και γενικότερα στην Μεσόγειο. Στην Ελλάδα συναντώνται συνολικά
πέντε διαφορετικά είδη παιώνιας. Από αυτές η πιο διαδεδομένη είναι η Παιώνια η
αρσενική που φύεται σε πολλά βουνά της Ελλάδας ενώ σπανιότερες και ιδιαίτερα
όμορφες είναι η Παιώνια του Κλούσιου που φύεται στην Κρήτη και στην Κάρπαθο και
οι ντόπιοι ονομάζουν πηγουνιά καθώς και η Παιωνία η ροδία η Παιώνια της Ρόδου
που είναι ενδημική στην Ρόδο, Παιώνια η παρνασσική και Παιώνια η κριόμορφος.
Παιώνιες είναι ενδημικές στήν Άνω Σκαφιδωτή Πρέβεζας και στό Δολό Ιωαννίνων. Οι
παιώνιες έχουν εντυπωσιακά μεγάλα άνθη με διάμετρο που ξεπερνάει τα 10
εκατοστά, συνήθως κόκκινα λευκά η ρόδινα. Έχουν ύψος που φτάνει τα 70 με 80
εκατοστά και μεγάλα παλαμοσχιδή φύλλα. Αναπτύσσονται σε ενδιάμεσα ή μεγάλα
υψόμετρα και η περίοδος ανθοφορίας τους διαρκεί όλη την άνοιξη.
Η
Παιώνια η ροδία ή Παιώνια η λευκή είναι ενδημικό φυτό της Ρόδου, της Καρπάθου
και της Κρήτης. Το φυτό απαντά σε ορισμένα σημεία της Ρόδου, ήτοι: στις πλαγιές
του υψώματος «Προφήτης Ηλίας» (υψόμ. περίπου 1000 μ.), στην περιοχή
"Γαιμαχί", Αγία Μαρίνα του οικισμού του Αρχαγγέλου, στο Μοναστήρι του
Ταξιάρχη Μιχαήλ του Θαρρενού στο Θάρρι, στην ΄Ιγκο, στα Λάερμα κ.λπ. Προτιμά
μέρη υγρά και κείμενα σε μέτριο υψόμετρο. Ο κορμός και οι βλαστοί του φυτού
αυτού είναι σαρκώδεις και έχουν χρώμα ερυθρωπό, τα φύλλα είναι βαθυπράσινα, τα
μπουμπούκια σφαιροειδή και μοιάζουν με μικρές μπαλίτσες, γι΄ αυτό και στη νότια
Ρόδο οι Παιώνιες ονομάζονται "φουσκίτσες" και τα άνθη είναι χρώματος
λευκού και πολύ εντυπωσιακά. Στο κέντρο του άνθους φύονται περισσότεροι
κίτρινοι στήμονες. Τα σπέρματα είναι σφαιρικά, στο μέγεθος των κόκκων του
πιπεριού. Το φθινόπωρο και ύστερα από τις πρώτες βροχές αρχίζει το φυτό να
αναζωογονείται. Αυξάνεται βαθμιαία και φθάνει περίπου στο ύψος των 0.60-0,80 μ.
Η ανθοφορία αρχίζει από τα τέλη Μαρτίου και διαρκεί μέχρι τέλη Απριλίου. κατά
τους θερινούς μήνες οι βλαστοί αποξηραίνονται και το φυτό ησυχάζει μέχρι την
αρχή του φθινόπωρου, οπότε και πάλι αναζωογονείται και αρχίζει να αναγεννάται.
Η Παιώνια ανήκει στα φαρμακευτικά φυτά και χρησιμοποιείται ευρύτατα, ιδιαίτερα
από την λαϊκή ιατρική.
H
παπαρούνα είναι αγγειόσπερμο, δικότυλο, ποώδες φυτό η οποία ανήκει στην τάξη
των Μηκωνωδών και στην οικογένεια Μηκωνοειδών. Οι παπαρούνες βρίσκονται στις
εύκρατες και ψυχρές περιοχές της Γης. Χαρακτηριστικά τους είναι τα φύλλα τους,
που είτε αναπτύσσονται μέσα σε λοβό είτε είναι κομμένα σε διάφορα μέρη
διασκορπισμένα, η ύπαρξη ενός γαλακτώδους υγρού στον βλαστό, καθώς και τα
μεγάλα τους άνθη που φύονται μεμονωμένα σε μίσχους άφυλλους ή σε φυλλώδεις
βλαστούς. Ο καρπός της παπαρούνας είναι πολύσπερμη κάψα. Υπάρχουν πολλά είδη
παπαρούνας (100 περίπου) που είτε είναι αυτοφυή λουλούδια των αγρών είτε
καλλιεργούνται.
ΠΕΡΙΚΟΚΛΑΔΑ
Η
περικοκλάδα είναι ένα όμορφο αναρριχητικό αγριολούλουδο που καλλιεργείται συχνά
ως καλλωπιστικό και το συναντούμε σε κήπους. Η περικοκλάδα είναι πολυετές φυτό
με άνθη λευκά σε σχήμα χωνιού. Η περίοδος ανθοφορίας της είναι η εποχή του
καλοκαιριού, από τέλη Μαΐου μέχρι μέσα Σεπτεμβρίου. Η περικοκλάδα αναπτύσσεται
κυρίως σε χαμηλότερα υψόμετρα, συνήθως σε πιο δροσερά σημεία.
Το
Τεύκτρο το πόλιο, είναι πόα της υποοικογένειας των Τευκτριδών, γνωστό στην
Κρήτη ως Αντωναίδα και στις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδος ως βότανο της
Παναγιάς, αμάραντο της Παναγιάς επειδή κοσμεί τα εικονοστάσια των σπιτιών,
καθόσον αποξηραμένο παραμένει αμάραντο, λαγοκοιμιθιά, λιβανόχορτο, ύσσωπος κ.ά.
Αναφέρεται από τον Διοσκουρίδη και από τον Θεόφραστο. Η επιστημονική του
ονομασία πιστεύεται ότι αναφέρεται στον ήρωα του Τρωικού πολέμου τον Τεύκτρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου