Παλαιότερα
είχαμε περπατήσει στο δάσος του Κουρί φθινόπωρο, με τους προσκόπους το είχαμε
επισκεφθεί αρχές καλοκαιριού……όλα φυσιολογικά. Τώρα για τις ανάγκες του TREKKING
AROUND
THESSALONIKI όταν
το περπατήσαμε πρώτη φορά αρχές άνοιξης μείναμε έκπληκτοι από τις ανθισμένες
αμυγδαλιές στον ασφάλτινο δρόμο που ανηφορίζει από το Ασβεστοχώρι για το Κουρί.
Εκεί συνηδειτοποιήσαμε ότι δεν ξέρουμε τίποτα για αυτό το δέντρο. Είχαμε
περάσει τόσες φορές από δίπλα του και δεν γνωρίζαμε ότι ήταν αμυγδαλίές.
Μόνο όταν τις είδαμε από κοντά καταλάβαμε ότι πρόκειται για αμυγδαλιές. Έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε μία μικρή έρευνα και να σας παρουσιάσουμε σε ανάρτηση τι συγκεντρώσαμε για αυτό το δέντρο.
Μόνο όταν τις είδαμε από κοντά καταλάβαμε ότι πρόκειται για αμυγδαλιές. Έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε μία μικρή έρευνα και να σας παρουσιάσουμε σε ανάρτηση τι συγκεντρώσαμε για αυτό το δέντρο.
Η Αμυγδαλιά είναι είδος φυτών της
οικογένειας των Ροδιδών που πολλές φορές εντάσσεται στο γένος Προύμνη. Το
κοινότερο είδος είναι η Προύμνη η γλυκεία (Prunus dulcis) που φύεται
σε όλες σχεδόν τις θερμές και ξηρές περιοχές της Παραμεσογειακής ζώνης όπου
καλλιεργείται από τα αρχαία χρόνια. Για αυτόν το λόγο ο καθορισμός τού τόπου
προέλευσής του είναι πολύ δύσκολος. Είναι δένδρο φυλλοβόλο με ύψος
από 4 ως 12 μέτρα, έχει κορμό διαμέτρου μέχρι 30 εκατοστά και φύλλα ελλειψοειδή,
λογχοειδή και οδοντωτά. Η αμυγδαλιά είναι δέντρο που φθάνει ακλάδευτο τα 8-10
μέτρα και ξεκινά να ανθίζει από τα μέσα-τέλη Ιανουαρίου (οι πρώιμες ποικιλίες,
άλλες ανθίζουν μέχρι και στα μέσα Μαρτίου). Η ψίχα του αμυγδάλου περιβάλλεται
από χνουδωτό, σκληρό περικάρπιο το οποίο κατά την πλήρη ωρίμανση σκίζεται
σταδιακά.
Η αμυγδαλόψιχα, περιέχει ανάμεσα στα άλλα 20-25% πρωτεΐνες, 50-55% έλαιο, βιταμίνες Β1-Β2-Ε, κάλιο, μαγνήσιο, ασβέστιο, φώσφορο. Η παραγωγική ζωή των δέντρων είναι μεγάλη και μπορεί να φτάσει έως και τα 50 χρόνια. Αρχίζει να είναι παραγωγική από 3ο – 4ο έτος , ενώ σε πλήρη καρποφορία φτάνει στα 8 – 9 χρόνια. Αποδίδει 5-15 κιλά αμυγδάλων ανά δέντρο.
Η περίοδος συγκομιδής ορίζεται από τα τέλη Αυγούστου – αρχές Σεπτεμβρίου και αναλόγως την ποικιλία. Το κατάλληλο στάδιο συγκομιδής θεωρείται όταν έχει σκιστεί πλήρως το εξωκάρπιο στην εσωτερική κόμη του δένδρου. Η μη εξημερωμένη αμυγδαλιά εμφανίζεται σε ανασκαφές στην Ελλάδα από το 8.000 π.Χ. έως το 3.000 π.Χ. που γίνεται η εξημέρωση της. Η εξημερωμένη αμυγδαλιά ήταν ευρέως γνωστή στους Εβραίους από τον 16ο π.χ. αιώνα.
Όταν πέθανε ο Αιγύπτιος βασιλιάς Τουταγχαμών γύρω στο 1325 π.Χ. τα αμύγδαλα ήταν μία από τις τροφές που τοποθετήθηκαν στον περίφημο τάφο του για να τον τρέφουν στη μετά θάνατο ζωή του. Στους Έλληνες και τους Πέρσες αναφέρεται σαφώς ως εδώδιμο από τον 6ο π.Χ. αιώνα. Από την Ελλάδα διαδόθηκε στην Ιταλία κατά τον 2ο π.Χ. αιώνα η δε Λατινική ονομασία του αμυγδάλου ήταν nux Graecum (= ελληνικό καρύδι).
Η αμυγδαλιά διαθέτει τεράστια αντοχή στην ξηρασία, ωστόσο υπάρχουν ποικιλίες λιγότερο ή περισσότερο ανθεκτικές (όπως η ποικιλία Ρέτσου). Οι ευνοϊκοί τύποι εδαφών είναι ανάλογοι με το είδος του υποκειμένου επάνω στο οποίο εμβολιάζεται η Αμυγδαλιά.
Γενικά όμως η αμυγδαλιά κάνει σχεδόν σε όλα τα είδη εδαφών , ακόμη και σε πετρώδη και με μεγάλη κλίση εδάφη. Οι ιδανικότερες κλιματολογικές συνθήκες για την καλλιέργεια της αμυγδαλιάς είναι οι μεσογειακές με τις ακόλουθες ιδιομορφίες: σύντομο φθινόπωρο, βροχερός και ψυχρός χειμώνας χωρίς ιδιαίτερα χαμηλές θερομοκρασίες, άνοιξη που διαδέχεται άμεσα το χειμώνα, χωρίς παγετούς από την στιγμή που θα φουσκώσουν τα μάτια, ζεστό και άνυδρο καλοκαίρι και φθινόπωρο χωρίς βροχές.
Η αμυγδαλιά πολλαπλασιάζεται κυρίως με ενοφθαλμισμό με όρθιο Τ πάνω σε υποκείμενα σπορόφυτα ή κλώνους ηλικίας 1-2 ετών, αν και μερικές φορές χρησιμοποιείται ο εγκεντρισμός (σχιστός ή υπόφλοιος στεφανίτης) συνήθως σε δέντρα μεγάλης ηλικίας.
Ο ενοφθαλμισμός μπορεί να γίνει νωρίς την άνοιξη μόλις αρχίσει να αποκολλάται εύκολα ο φλοιός του υποκειμένου με κοιμώμενο οφθαλμό από εμβολιοφόρους βλαστούς, που κόπηκαν έγκαιρα και διατηρήθηκαν κατάλληλα συσκευασμένοι σε θερμοκρασία 3-4oC.
Σαν πιο κατάλληλη εποχή θεωρείται το καλοκαίρι (μέσα Ιουλίου) και το φθινόπωρο (αρχές Σεεπτεμβρίου) με ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες, περίοδοι που εξασφαλίζουν και κατάλληλα εμβόλια.
Ο καρπός της αμυγδαλιάς, πρώτα συλλέγεται από το δένδρο με το κατάλληλο τίναγμα (πλέον γίνεται και από εξειδικευμένα μηχανήματα) μετά αποξηραίνεται στον ήλιο συνήθως για δέκα ημέρες, στη συνέχεια αποφλοιώνεται, και οδηγείται στους σπαστήρες για αποκελύφωση. Η παραγόμενη αμυγδαλόψιχα είτε καταναλώνεται ωμή είτε ψημένη ή καραμελωμένη. Μπορεί επίσης να κοπεί σε κύβους ή και να λευκανθεί. Τα άνθη είναι λευκά ή ροζ, εκπτύσσονται πριν από τα φύλλα και είναι μονήρη ή ανά δύο. Ο κάλυκας και η στεφάνη είναι πενταμερή. Οι στήμονες 15-30 και η ωοθήκη μεσοφυής.
Η ωοθήκη περιέχει δυο σπερματικές βλάστες που αναπτύσσονται ανάλογα με την ποικιλία, πότε η μία, πότε και οι δύο, και τα αμύγδαλα λέγονται τότε μονά ή διπλά. Χάρη στην πρωιμότητα της άνθησης, την πυκνότητα των λουλουδιών επάνω στους κλάδους, που δεν κρύβονται από τα φύλλα και τη λευκότητα των πετάλων της, η αμυγδαλιά θεωρείται ως ένα αξιόλογο καλλωπιστικό δένδρο. Οι καλλιεργούμενες ποικιλίες αμυγδαλιάς είναι αυτόστειρες (δεν αυτογονιμοποιούνται) και μερικές είναι μεταξύ τους ασυμβίβαστες (δεν αλληλογονιμοποιούνται), έτσι ένα σοβαρό πρόβλημα για τον καλλιεργητή είναι η επικονίαση της αμυγδαλιάς που βασίζεται στα έντομα και ιδιαίτερα στις μέλισσες. Τα πιο σοβαρά προβλήματα από πλευράς ασθενειών δημιουργούνται από το ευρύτομο και τους μύκητες μονίλια, εξώασκο και κορύνεο. Ο καρπός της αμυγδαλιάς κατατάσσεται στα ακρόδρυα, παρόλο που είναι μια χνουδωτή δρύπη που συγκομίζεται μετά την υπερωρίμανση. Το περικάρπιο διακόπτει τη διόγκωσή του μετά την ξυλοποίηση του ενδοκαρπίου. Στη συνέχεια χάνει την υγρασία του, ξεκολλάει από το ενδοκάρπιο και σκίζεται κατά μήκος της ραφής του καρπόφυλλου. Στο εσωτερικό υπάρχει ο πυρήνας ο οποίος αποτελείται από ένα ή δύο σπέρματα, τα οποία είναι τα αμύγδαλα ή αμυγδαλόψιχα. Λόγω της φυσικής επιλογής η συντριπτική πλειονότητα των αμυγδάλων των αγριαμυγδαλιών στο παρελθόν είχε πολύ πικρή γεύση, ώστε να αποφεύγεται το τσιμπολόγημα τους από τα πουλιά (δεν αποτελούσε συνειδητή επιλογή, απλώς τα πικρά αμύγδαλα αποκτούσαν με αυτόν τον τρόπο απογόνους). Η ανθρώπινη παρέμβαση μέσω της τεχνητής επιλογής επέλεξε τους ελάχιστους άπικρους καρπούς και τους καλλιέργησε συστηματικά, έτσι σήμερα έχουμε πολλούς άπικρους καρπούς και ελάχιστους πικρούς. Τα αμύγδαλα περιέχουν υψηλό ποσοστό πρωτεΐνης (21%), σιδήρου, ασβεστίου, φωσφόρου, και βιταμινών Β. Τα αμύγδαλα περιέχουν υψηλό ποσοστό λίπους (κοντά στο 50%), με πολλά μονοακόρεστα (39%) και λίγα κορεσμένα (3,7%). Το ξύλο της αμυγδαλιάς χρησιμοποιείται κυρίως για ξυλολεπτουργικές εργασίες και για την παραγωγή στομίων του μουσικού οργάνου Γκάιντα.
Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλές ποικιλίες, όπως Φερανιά, Τέξας, Ρέτσου, Καλογεράτα Χίου, Βολάτα Χίου, Νίκηκα Χίου, Ποταμίτικα Λασιθίου, Καλαροτικά Λασιθίου, Κρυστάλια Φουρνής Λασίθιου, Ξηρολίμνης, Διστόμου Βοιωτίας, Φυλλίς και 11/21/67. Οι ποικιλίες της αμυγδαλιάς είναι πάρα πολλές, ελληνικές και ξένες. Διακρίνονται σε γλυκές (τύπος dulci, τα κοινά αμύγδαλα) και πικρές (τύπος amara, τα πικραμύγδαλα), πρώιμες (Χιώτικη και Marcona) και όψιμες, με σκληρό (τύπος ossea, όπως η Ferragnes) και απαλό κέλυφος (οι αφράτες, τύπος fragilis, όπως η Texas). Σε ψυχρές / παγετόπληκτες περιοχές της Βορείου Ελλάδας και μεγάλων υψομέτρων επιλέγονται όψιμες ποικιλίες (Ρέτσου, Texas, Truoito, Ferraduel, Ferragnes).
Επειδή οι περισσότερες ποικιλίες χρειάζονται τις μέλισσες για την γονιμοποίησή τους, η φύτευση του γίνεται σε απάνεμη θέση, ώστε να διευκολύνεται η διέλευση των μελισσών. Στην Ελλάδα, η συστηµατική καλλιέργεια αµυγδαλιάς άρχισε την δεκαετία του ’60. Σήµερα, το 35-50% των ελληνικών αμυγδάλων παράγεται στην Θεσσαλία στους νοµούς Λάρισας και Μαγνησίας, 26-35% στην Μακεδονία στους νοµούς Σερρών και Καβάλας και το υπόλοιπο διάσπαρτα στον ελλαδικό χώρο. Βέβαια, οι παραδοσιακές περιοχές φυτεµένες µε παλιές ποικιλίες και µεγάλα σε ηλικία δένδρα, σε κάποιες περιπτώσεις εγκαταλείπονται και χρησιµοποιούνται πιο παραγωγικές ποικιλίες σε καταλληλότερες περιοχές. Το 50% των εκτάσεων είναι πεδινές και έχουν καλύτερη απόδοση από τους αμυγδαλεώνες σε ηµιορεινές και ορεινές περιοχές. Επίσης, σηµαντικό ρόλο παίζει και η άρδευση του αµυγδαλεώνα τόσο στην παραγωγή όσο και στην ποιότητα του καρπού. Σήµερα, παρόλο που ο αριθµός των καλλιεργούµενων εκτάσεων έχει µειωθεί σε σχέση µε τις προηγούµενες δεκαετίες λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής και της εισαγωγής αµυγδάλων σε ανταγωνιστικές τιµές, η Ελλάδα συνεχίζει να παράγει σηµαντικές ποσότητες αµυγδάλων. Συγκεκριµένα, η ελληνική παραγωγή ανέρχεται στο 3,2% της παγκόσµιας αγοράς και στο 10% σε επίπεδο Ευρωπαϊκής ένωσης.
Η παγκόσµια παραγωγή αµυγδάλων αυξάνεται τις τελευταίες δεκαετίες λόγω της υψηλής θρεπτικής τους αξίας και της ποικιλίας µορφών κατανάλωσης. Κύρια παραγωγός χώρα είναι οι Η.Π.Α έχοντας το 16% της καλλιεργήσιµης έκτασης και το 30% της παγκόσµιας παραγωγής στηριζόµενη κυρίως στην περιοχή της Καλιφόρνια. Ακολουθεί η Ευρώπη που κατέχει µεν το 52% της καλλιεργήσιµης έκτασης αλλά παράγει γύρω στο 32% της παγκόσµιας παραγωγής. Η Παγκόσμια παραγωγή αμυγδάλων είναι 2,51 εκατομμύρια τόνοι τον χρόνο. Οι μεγαλύτερες χώρες παραγωγής είναι οι ΗΠΑ η Ισπανία, η Ιταλία και το Ιράν. Η ελληνική παραγωγή ως επί το πλείστον καταναλώνεται στο εσωτερικό, ενώ οι εξαγωγές αφορούν κυρίως πικραμύγδαλα που χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία και τη ζαχαροπλαστική. Στην Ελλάδα η αμυγδαλιά είναι προάγγελος της άνοιξης και επακόλουθα του έρωτα, ως εκ τούτου ενέπνευσε τον ποιητή Γεώργιο Δροσίνη να γράψει την "Ανθισμένη αμυγδαλιά" τον θεατρικό συγγραφέα Δημήτρη Γιαννουκάκη να γράψει θεατρικό και κινηματογραφικό έργο με τον ίδιο τίτλο, όπου αναφέρεται στην παλιά Αθήνα και τον έρωτα που αναπτύσσεται μεταξύ δύο νέων. Το ποίημα του Γ. Δροσίνη μελοποίησε ο Γιώργος Κωστής και έγινε παγκόσμια επιτυχία με τίτλο "Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά".
Η αμυγδαλόψιχα, περιέχει ανάμεσα στα άλλα 20-25% πρωτεΐνες, 50-55% έλαιο, βιταμίνες Β1-Β2-Ε, κάλιο, μαγνήσιο, ασβέστιο, φώσφορο. Η παραγωγική ζωή των δέντρων είναι μεγάλη και μπορεί να φτάσει έως και τα 50 χρόνια. Αρχίζει να είναι παραγωγική από 3ο – 4ο έτος , ενώ σε πλήρη καρποφορία φτάνει στα 8 – 9 χρόνια. Αποδίδει 5-15 κιλά αμυγδάλων ανά δέντρο.
Η περίοδος συγκομιδής ορίζεται από τα τέλη Αυγούστου – αρχές Σεπτεμβρίου και αναλόγως την ποικιλία. Το κατάλληλο στάδιο συγκομιδής θεωρείται όταν έχει σκιστεί πλήρως το εξωκάρπιο στην εσωτερική κόμη του δένδρου. Η μη εξημερωμένη αμυγδαλιά εμφανίζεται σε ανασκαφές στην Ελλάδα από το 8.000 π.Χ. έως το 3.000 π.Χ. που γίνεται η εξημέρωση της. Η εξημερωμένη αμυγδαλιά ήταν ευρέως γνωστή στους Εβραίους από τον 16ο π.χ. αιώνα.
Όταν πέθανε ο Αιγύπτιος βασιλιάς Τουταγχαμών γύρω στο 1325 π.Χ. τα αμύγδαλα ήταν μία από τις τροφές που τοποθετήθηκαν στον περίφημο τάφο του για να τον τρέφουν στη μετά θάνατο ζωή του. Στους Έλληνες και τους Πέρσες αναφέρεται σαφώς ως εδώδιμο από τον 6ο π.Χ. αιώνα. Από την Ελλάδα διαδόθηκε στην Ιταλία κατά τον 2ο π.Χ. αιώνα η δε Λατινική ονομασία του αμυγδάλου ήταν nux Graecum (= ελληνικό καρύδι).
Η αμυγδαλιά διαθέτει τεράστια αντοχή στην ξηρασία, ωστόσο υπάρχουν ποικιλίες λιγότερο ή περισσότερο ανθεκτικές (όπως η ποικιλία Ρέτσου). Οι ευνοϊκοί τύποι εδαφών είναι ανάλογοι με το είδος του υποκειμένου επάνω στο οποίο εμβολιάζεται η Αμυγδαλιά.
Γενικά όμως η αμυγδαλιά κάνει σχεδόν σε όλα τα είδη εδαφών , ακόμη και σε πετρώδη και με μεγάλη κλίση εδάφη. Οι ιδανικότερες κλιματολογικές συνθήκες για την καλλιέργεια της αμυγδαλιάς είναι οι μεσογειακές με τις ακόλουθες ιδιομορφίες: σύντομο φθινόπωρο, βροχερός και ψυχρός χειμώνας χωρίς ιδιαίτερα χαμηλές θερομοκρασίες, άνοιξη που διαδέχεται άμεσα το χειμώνα, χωρίς παγετούς από την στιγμή που θα φουσκώσουν τα μάτια, ζεστό και άνυδρο καλοκαίρι και φθινόπωρο χωρίς βροχές.
Η αμυγδαλιά πολλαπλασιάζεται κυρίως με ενοφθαλμισμό με όρθιο Τ πάνω σε υποκείμενα σπορόφυτα ή κλώνους ηλικίας 1-2 ετών, αν και μερικές φορές χρησιμοποιείται ο εγκεντρισμός (σχιστός ή υπόφλοιος στεφανίτης) συνήθως σε δέντρα μεγάλης ηλικίας.
Ο ενοφθαλμισμός μπορεί να γίνει νωρίς την άνοιξη μόλις αρχίσει να αποκολλάται εύκολα ο φλοιός του υποκειμένου με κοιμώμενο οφθαλμό από εμβολιοφόρους βλαστούς, που κόπηκαν έγκαιρα και διατηρήθηκαν κατάλληλα συσκευασμένοι σε θερμοκρασία 3-4oC.
Σαν πιο κατάλληλη εποχή θεωρείται το καλοκαίρι (μέσα Ιουλίου) και το φθινόπωρο (αρχές Σεεπτεμβρίου) με ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες, περίοδοι που εξασφαλίζουν και κατάλληλα εμβόλια.
Ο καρπός της αμυγδαλιάς, πρώτα συλλέγεται από το δένδρο με το κατάλληλο τίναγμα (πλέον γίνεται και από εξειδικευμένα μηχανήματα) μετά αποξηραίνεται στον ήλιο συνήθως για δέκα ημέρες, στη συνέχεια αποφλοιώνεται, και οδηγείται στους σπαστήρες για αποκελύφωση. Η παραγόμενη αμυγδαλόψιχα είτε καταναλώνεται ωμή είτε ψημένη ή καραμελωμένη. Μπορεί επίσης να κοπεί σε κύβους ή και να λευκανθεί. Τα άνθη είναι λευκά ή ροζ, εκπτύσσονται πριν από τα φύλλα και είναι μονήρη ή ανά δύο. Ο κάλυκας και η στεφάνη είναι πενταμερή. Οι στήμονες 15-30 και η ωοθήκη μεσοφυής.
Η ωοθήκη περιέχει δυο σπερματικές βλάστες που αναπτύσσονται ανάλογα με την ποικιλία, πότε η μία, πότε και οι δύο, και τα αμύγδαλα λέγονται τότε μονά ή διπλά. Χάρη στην πρωιμότητα της άνθησης, την πυκνότητα των λουλουδιών επάνω στους κλάδους, που δεν κρύβονται από τα φύλλα και τη λευκότητα των πετάλων της, η αμυγδαλιά θεωρείται ως ένα αξιόλογο καλλωπιστικό δένδρο. Οι καλλιεργούμενες ποικιλίες αμυγδαλιάς είναι αυτόστειρες (δεν αυτογονιμοποιούνται) και μερικές είναι μεταξύ τους ασυμβίβαστες (δεν αλληλογονιμοποιούνται), έτσι ένα σοβαρό πρόβλημα για τον καλλιεργητή είναι η επικονίαση της αμυγδαλιάς που βασίζεται στα έντομα και ιδιαίτερα στις μέλισσες. Τα πιο σοβαρά προβλήματα από πλευράς ασθενειών δημιουργούνται από το ευρύτομο και τους μύκητες μονίλια, εξώασκο και κορύνεο. Ο καρπός της αμυγδαλιάς κατατάσσεται στα ακρόδρυα, παρόλο που είναι μια χνουδωτή δρύπη που συγκομίζεται μετά την υπερωρίμανση. Το περικάρπιο διακόπτει τη διόγκωσή του μετά την ξυλοποίηση του ενδοκαρπίου. Στη συνέχεια χάνει την υγρασία του, ξεκολλάει από το ενδοκάρπιο και σκίζεται κατά μήκος της ραφής του καρπόφυλλου. Στο εσωτερικό υπάρχει ο πυρήνας ο οποίος αποτελείται από ένα ή δύο σπέρματα, τα οποία είναι τα αμύγδαλα ή αμυγδαλόψιχα. Λόγω της φυσικής επιλογής η συντριπτική πλειονότητα των αμυγδάλων των αγριαμυγδαλιών στο παρελθόν είχε πολύ πικρή γεύση, ώστε να αποφεύγεται το τσιμπολόγημα τους από τα πουλιά (δεν αποτελούσε συνειδητή επιλογή, απλώς τα πικρά αμύγδαλα αποκτούσαν με αυτόν τον τρόπο απογόνους). Η ανθρώπινη παρέμβαση μέσω της τεχνητής επιλογής επέλεξε τους ελάχιστους άπικρους καρπούς και τους καλλιέργησε συστηματικά, έτσι σήμερα έχουμε πολλούς άπικρους καρπούς και ελάχιστους πικρούς. Τα αμύγδαλα περιέχουν υψηλό ποσοστό πρωτεΐνης (21%), σιδήρου, ασβεστίου, φωσφόρου, και βιταμινών Β. Τα αμύγδαλα περιέχουν υψηλό ποσοστό λίπους (κοντά στο 50%), με πολλά μονοακόρεστα (39%) και λίγα κορεσμένα (3,7%). Το ξύλο της αμυγδαλιάς χρησιμοποιείται κυρίως για ξυλολεπτουργικές εργασίες και για την παραγωγή στομίων του μουσικού οργάνου Γκάιντα.
Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλές ποικιλίες, όπως Φερανιά, Τέξας, Ρέτσου, Καλογεράτα Χίου, Βολάτα Χίου, Νίκηκα Χίου, Ποταμίτικα Λασιθίου, Καλαροτικά Λασιθίου, Κρυστάλια Φουρνής Λασίθιου, Ξηρολίμνης, Διστόμου Βοιωτίας, Φυλλίς και 11/21/67. Οι ποικιλίες της αμυγδαλιάς είναι πάρα πολλές, ελληνικές και ξένες. Διακρίνονται σε γλυκές (τύπος dulci, τα κοινά αμύγδαλα) και πικρές (τύπος amara, τα πικραμύγδαλα), πρώιμες (Χιώτικη και Marcona) και όψιμες, με σκληρό (τύπος ossea, όπως η Ferragnes) και απαλό κέλυφος (οι αφράτες, τύπος fragilis, όπως η Texas). Σε ψυχρές / παγετόπληκτες περιοχές της Βορείου Ελλάδας και μεγάλων υψομέτρων επιλέγονται όψιμες ποικιλίες (Ρέτσου, Texas, Truoito, Ferraduel, Ferragnes).
Επειδή οι περισσότερες ποικιλίες χρειάζονται τις μέλισσες για την γονιμοποίησή τους, η φύτευση του γίνεται σε απάνεμη θέση, ώστε να διευκολύνεται η διέλευση των μελισσών. Στην Ελλάδα, η συστηµατική καλλιέργεια αµυγδαλιάς άρχισε την δεκαετία του ’60. Σήµερα, το 35-50% των ελληνικών αμυγδάλων παράγεται στην Θεσσαλία στους νοµούς Λάρισας και Μαγνησίας, 26-35% στην Μακεδονία στους νοµούς Σερρών και Καβάλας και το υπόλοιπο διάσπαρτα στον ελλαδικό χώρο. Βέβαια, οι παραδοσιακές περιοχές φυτεµένες µε παλιές ποικιλίες και µεγάλα σε ηλικία δένδρα, σε κάποιες περιπτώσεις εγκαταλείπονται και χρησιµοποιούνται πιο παραγωγικές ποικιλίες σε καταλληλότερες περιοχές. Το 50% των εκτάσεων είναι πεδινές και έχουν καλύτερη απόδοση από τους αμυγδαλεώνες σε ηµιορεινές και ορεινές περιοχές. Επίσης, σηµαντικό ρόλο παίζει και η άρδευση του αµυγδαλεώνα τόσο στην παραγωγή όσο και στην ποιότητα του καρπού. Σήµερα, παρόλο που ο αριθµός των καλλιεργούµενων εκτάσεων έχει µειωθεί σε σχέση µε τις προηγούµενες δεκαετίες λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής και της εισαγωγής αµυγδάλων σε ανταγωνιστικές τιµές, η Ελλάδα συνεχίζει να παράγει σηµαντικές ποσότητες αµυγδάλων. Συγκεκριµένα, η ελληνική παραγωγή ανέρχεται στο 3,2% της παγκόσµιας αγοράς και στο 10% σε επίπεδο Ευρωπαϊκής ένωσης.
Η παγκόσµια παραγωγή αµυγδάλων αυξάνεται τις τελευταίες δεκαετίες λόγω της υψηλής θρεπτικής τους αξίας και της ποικιλίας µορφών κατανάλωσης. Κύρια παραγωγός χώρα είναι οι Η.Π.Α έχοντας το 16% της καλλιεργήσιµης έκτασης και το 30% της παγκόσµιας παραγωγής στηριζόµενη κυρίως στην περιοχή της Καλιφόρνια. Ακολουθεί η Ευρώπη που κατέχει µεν το 52% της καλλιεργήσιµης έκτασης αλλά παράγει γύρω στο 32% της παγκόσµιας παραγωγής. Η Παγκόσμια παραγωγή αμυγδάλων είναι 2,51 εκατομμύρια τόνοι τον χρόνο. Οι μεγαλύτερες χώρες παραγωγής είναι οι ΗΠΑ η Ισπανία, η Ιταλία και το Ιράν. Η ελληνική παραγωγή ως επί το πλείστον καταναλώνεται στο εσωτερικό, ενώ οι εξαγωγές αφορούν κυρίως πικραμύγδαλα που χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία και τη ζαχαροπλαστική. Στην Ελλάδα η αμυγδαλιά είναι προάγγελος της άνοιξης και επακόλουθα του έρωτα, ως εκ τούτου ενέπνευσε τον ποιητή Γεώργιο Δροσίνη να γράψει την "Ανθισμένη αμυγδαλιά" τον θεατρικό συγγραφέα Δημήτρη Γιαννουκάκη να γράψει θεατρικό και κινηματογραφικό έργο με τον ίδιο τίτλο, όπου αναφέρεται στην παλιά Αθήνα και τον έρωτα που αναπτύσσεται μεταξύ δύο νέων. Το ποίημα του Γ. Δροσίνη μελοποίησε ο Γιώργος Κωστής και έγινε παγκόσμια επιτυχία με τίτλο "Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου